Πολύς λόγος γίνεται ανέκαθεν στην Ελλάδα για την μεφιστοφελική σχέση της δημοσιογραφίας με το κατεστημένο και τα κέντρα εξουσίας – πόσω μάλλον τον τελευταίο χρόνο, μετά την απροκάλυπτη εκστρατεία των μέσων μαζικού αποπροσανατολισμού (“ενημέρωσης”) ώστε να συντηρήσουν μια εν πολλοίς τεχνητή κρίση στο προσκήνιο της συλλογικής μας συνείδησης, με αντίτιμο 38.5 κολλαριστά εκατομμύρια ευρώ (όλα σχεδόν αποκλειστικά τροφοδοτημένα από τα τιμωρητικής φύσης πρόστιμα κατά των καλοπροαίρετα αφελών και ευκολόπιστων πολιτών). Δεν είμαι εδώ για να κατηχήσω για το ποια είναι η ενδεδειγμένη “λύση“, αν και η πλήρης αποσύνδεση από το μιντιακό Matrix, τόσο το συστημικό όσο και το δήθεν “εναλλακτικό”, οφείλει να είναι προφανής μετά από τόσο καιρό και τόσα στιβαγμένα ψέματα και παλινωδίες. Εκεί που θέλω να στρέψω την προσοχή του αναγνώστη είναι σε κάτι που έρχεται από το μακρινό παρελθόν για να μας θυμίσει πόσο “τσακίζει” η πένα ενός δημοσιογράφου όταν δεν έχει ακόμη “καταξιωθεί” και πώς ακούγεται μια γραπτή πολεμική όταν υπηρετεί ένα γνήσιο εθνοκεντρικό αφήγημα (και όχι την καταρράκωση και τον διχασμό). Χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, λοιπόν, παραθέτω:
“[…] Λοιπόν τα όπλα μας δεν θα τα δώσωμεν, Ναύαρχε. Και όχι μόνον δεν θα τα δώσωμεν, αλλά και δεν θα μας τα πάρουν. Αν υπάρχουν Έλληνες έχοντες υπέρτατα συμφέροντα εις τον θάνατον της Ελλάδος και σε έπεισαν περί του εναντίου, μάθε ότι τα αγήματά σου και ο στρατός σου εις κάθε δρόμον και κάθε γωνίαν, επάνω εις τα βουνά και κάτω εις τας πόλεις, θα συναντήσουν έτοιμα να παραδοθούν θερμά, τα όπλα που εζήτησες δι’ εγγράφου. Άλλοι είναι οι Έλληνες, Ναύαρχε, οι οποίοι σε έστειλαν να τα ζητήσεις και άλλοι είναι εκείνοι από τους οποίους ζητείς να τα παραδώσουν […] Τι θέλεις; … Τι σε έφερε εις μιας ωραίας χώρας τα νερά, άγνωστον εργάτην της αδικίας, αυθαίρετον δικαστήν της ζωής μας; […]”
Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1916, κατά την μαύρη περίοδο του αγγλογαλλικού αποκλεισμού του Πειραιά και των Αθηνών, όποτε για χάρη του βενιζελισμού, της “Δημοκρατίας”, και του ιμπεριαλισμού της Αντάντ λοιμοκτόνησε και τρομοκρατήθηκε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού (βλ. επίσης: σφαγή της Απειράνθου), η οποία ετύγχανε να υποστηρίζει τη νόμιμη εκλεγμένη κυβέρνηση και τον Βασιλέα της. Η καθαρά λακεδαιμόνια απάντηση (τιτλοφορήθηκε άλλωστε “Μολών Λαβέ!” και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ του Κωστή Χαιρόπουλου) που εκφράζει αδρά το τότε κοινό λαϊκό αίσθημα ανήκει στον νεαρό Γεώργιο Α. Βλάχο, μετέπειτα αρθρογράφο και ιδιοκτήτη της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, και εν γένει ιδρυτή μιας δημοσιογραφικής δυναστείας που έφτασε μέχρι την Μεταπολίτευση. Απευθύνεται μάλιστα προς μια ιστορικά διφορούμενη φιγούρα, τον Γάλλο Ναύαρχο Νταρτίζ ντε Φουρνέ (Vice Admiral Dartige du Fournet, 1856-1940).
Τα συμπεράσματα νομίζω πως είναι ξεκάθαρα – και το ίδιο ισχύει για τη μετακίνηση των γκολπόστ της ιδεολογικής ακεραιότητας και συνολικά της δημόσιας ρητορικής (μέσα σε έναν αιώνα τεκτονικών αλλαγών για τη χώρα). Δυστυχώς ούτε καν οι “ασυμβίβαστοι” νέοι δεν εκφράζονται με τέτοιο (πατριωτικό) παλμό στις μέρες μας, παρότι οι “αποκαλυπτικές” συγκυρίες ευνοούν την πνευματική απελευθέρωση και την ρήξη με κάθε τι συμβατικό. Προς το παρόν, όλοι μοιάζουν να έχουν ξεπουληθεί προτού καν ταρακουνήσουν το “καράβι”, έστω και για λίγη υστεροφημία… Προσωπικά, έχω βρει τη συνειδητοποιημένη σιωπή και την πάντα χαμογελαστή απόρριψη ως την ωριμότερη μορφή αντίστασης στο μαζικό παροξυσμό που μας περιβάλλει.
You either die a hero or you live, long enough to see yourself become the villain,
Cool Hand Max