Έτος θριαμβευτικής επιστροφής στο σινεμά της… Magna Graecia μπορεί να χαρακτηριστεί το 2024 για το κινηματογραφικό σκέλος του CoolHandMax, μετά από το προ διετίας… σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας με τους Γάλλους, τα κρουασάν και το πολυθρύλητο Νέο Κύμα.
Αρχικό εισιτήριο για αυτή την εκτεταμένη επαναπροσέγγιση αναμφίβολα αποτέλεσε το εξονυχιστικό αφιέρωμα της σελίδας στη φιλμογραφία του τεράστιου Μάριο Μπάβα, του εν πολλοίς Ιταλού Χίτσκοκ — αφενός εξαιτίας της έμφασής του στο ψυχοσεξουαλικό υπόβαθρο των γοτθικών ταινιών τρόμου (π.χ. το ονειρικό/κρυπτικό αριστούργημα LISA AND THE DEVIL με τον δικό μας Τέλλυ Σαβάλας) και αφετέρου λόγω της αδέκαστης Ρωμαιοκαθολικής ηθικής που διατρέχει τα τεκταινόμενα των συνήθως αιματοβαμμένων ιστοριών του.
Πνευματικό τέκνο του Μπάβα (βλ. BLOOD AND BLACK LACE και THE GIRL WHO KNEW TOO MUCH — το τελευταίο ανοικτά επηρρεασμένο από τον… θείο Άλφρεντ) αλλά και έτερων πρωτοπόρων της δεκαετίας του ’60 υπήρξε το είδος του giallo, ένα απόλυτα ιταλικό και ιδιοφυές μείγμα αστυνομικής ταινίας (αμερικανική σχολή), δολοφονικού μυστηρίου (βρετανικό αρχέτυπο), οπερατικού γκραν-γκινιόλ (… αγαπάμε να μισούμε τον φαύλο αθλητικογράφο Δημ. Χατζηγεωργίου…) και συχνά μεταφυσικών ή σουρρεαλιστικών στοιχείων.
Κεντρική φιγούρα κατά την περίοδο ακμής των gialli (περίπου μεταξύ 1970 και 1975) υπήρξε η γαλλομαλτεζικής καταγωγής σαγηνευτική Έντβιγκ Φενέκ (5 DOLLS FOR AN AUGUST MOON, THE STRANGE VICE OF MRS. WARDH, ALL THE COLORS OF THE DARK, κ.α.), κυρίως μέσα από τις φαντασμαγορικές συνεργασίες της με τον υπερταλαντούχο σκηνοθέτη Σέρτζιο Μαρτίνο. Στον τελευταίο μάλιστα (περιέργως χωρίς την παρουσία της Φενέκ) ανήκει ίσως η μεγαλύτερη αποκάλυψη της χρονιάς για τον γράφοντα, το γυρισμένο στην Αθήνα (με φινάλε στον κόλπο της Βάρκιζας!) και εξόχως ανατρεπτικό THE CASE OF THE SCORPION’S TAIL (1971).
Συνορεύοντας με το giallo, αλλά βασικά εμπνευσμένο από τις αντιδραστικού φιλοσοφικού χαρακτήρα επιτυχίες των Αμερικανικών DIRTY HARRY και THE FRENCH CONNECTION (οι Ιταλιάνοι δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία να ακολουθήσουν και νομοτελειακά να απομυζήσουν οποιαδήποτε μόδα και τάση), υπήρξε το είδος των poliziotteschi, των αστυνομικών και γκανγκστερικών ταινιών οι οποίες με κυνισμό, ωμότητα και συχνά ακόμη με “κακό γούστο” αποτύπωναν το πολιτικοκοινωνικό κλίμα μιας χώρας σε αστάθεια (βλ. μεταπολεμική παρακμή, διαχρονικές αντιθέσεις Βορρά-Νότου, απαγωγές και ξεκαθαρίσματα της Μαφίας, εμφάνιση και δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, κ.ο.κ.).
Ανάμεσα στις ανεπιφύλακτες προτάσεις μου βρίσκονται τα άριστα HITCH-HIKE (1977), HIGH CRIME (1973) και THE FIFTH CORD (1971) με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Φράνκο Νήρο, το καναδικής (!) συμπαραγωγής SHADOWS IN AN EMPTY ROOM (πολλοί “ξεπεσμένοι” ή άτυχοι Αμερικανοί ηθοποιοί βρήκαν μια δεύτερη ευκαιρία στην Ευρώπη), αλλά πάνω απ’ όλα το παρολίγον χαμένο αριστούργημα (είκοσι χρόνια στα αζήτητα!) RABID DOGS του προαναφερθέντος Μάριο Μπάβα. Εφαλτήριο έρευνας και ανακάλυψης για τους “αμύητους” μπορεί κάλλιστα να γίνει το πολύ αξιόλογο ντοκιμαντέρ EUROCRIME από το 2012.
Το… επιχειρηματικό άνοιγμα που όμως έβαψε οριστικά και αμετάκλητα σε ιταλιώτικα χρώματα την απελθούσα χρονιά ήταν η πρώτη μου ουσιαστική επαφή με την ναυαρχίδα των χρυσών ημερών της Cinecitta, τα θρυλικά spaghetti westerns. Ένα είδος που συστηματικά απέφευγα (έξω από τα “ασφαλή στοιχήματα” του ανυπέρβλητου Σέρτζιο Λεόνε) για χρόνια ολόκληρα, όπως αποδείχτηκε μάλλον για τους λάθος λόγους — αλλά με βαρύτατη ευθύνη των πολιτικοποιημένων κριτικών και “ιστορικών” του κινηματογράφου (π.χ. ο Άγγλος κομμουνιστής σκηνοθέτης Άλεξ Κοξ), οι οποίοι υποτίθεται πως “διαφυλάσσουν” την κληρονομιά και τη φήμη των συγκεκριμένων ταινιών και των δημιουργών τους, φλυαρώντας και βαφτίζοντας το κρέας ψάρι…
Η αλήθεια είναι πως, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις (λ.χ. A BULLET FOR THE GENERAL), όταν οι Ιταλοί πολιτικολογούν το πράττουν για χρησιμοθηρικούς λόγους (η καλή ζωή, το καλό φαγητό και φυσικά οι γυναίκες θα είναι πάντοτε πιο σημαντικά) και η θεματική ουσία των περισσότερων spaghetti westerns αποκρυσταλλώνεται στο ελληνορωμαϊκό “δίκαιο του ισχυρού” — σε σύμπραξη με μια αισθητική και έναν περιπετειώδη και αλλοπρόσαλλο τόνο επηρεασμένο ξεκάθαρα από τα κόμικς που τόσο αγαπούν στη χερσόνησο των Απεννίνων. Μέγιστος πρέσβης για τα ιταλικά γουέστερν παραμένει ο συνονόματος του Λεόνε και πρότυπο του Κουέντιν Ταραντίνο, Σέρτζιο Κορμπούτσι (βλ. DJANGO, THE MERCENARY, THE GREAT SILENCE, κ.α.), ενώ ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στο MASSACRE TIME του μετέπειτα “άρχοντα του τρόμου” Λούτσιο Φούλτσι, το οριακά κωμικό A PISTOL FOR RINGO με πρωταγωνιστή τον Τζουλιάνο Τζέμμα, καθώς και το κρυμμένο διαμάντι που ακούει στο όνομα THE RUTHLESS FOUR (1968).
Τέλος, στις εύφημους μνείες που δεν δύνανται να ομαδοποιηθούν σε υποκατηγορίες οφείλω να αναφέρω την αστυνομική κωμωδία φαντασίας SUPER FUZZ με τον θρυλικό Τέρενς Χιλ (οι φίλοι του σχεδιαστή κόμικς Ντον Ρόσα θα θυμούνται την αντίστοιχη ιστορία “Η Επιστροφή του Σούπερ Σνούπερ”), την υπνωτική περιπέτεια φαντασίας CONQUEST (1983), το σοκαριστικά πιστό στο ομηρικό πρωτότυπο peplum THE FURY OF ACHILLES (1962), αλλά και το “πεντάστερο” ερωτικό δράμα εποχής VIOLENT SUMMER (1959) του αναλογικά υποτιμημένου arthouse σκηνοθέτη Βαλέριο Ζουρλίνι.
Η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του ανεπανάληπτου Αλαίν Ντελόν (1935-2024), εκ των τελευταίων αληθινών λεόντων του παγκόσμιου σινεμά, ο οποίος είχε γράψει τη δική του ιστορία και στο ιταλόφωνο σινεμά, συνεργαζόμενος με τιτάνες όπως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (L’ECLISSE) και ο Λουτσίνο Βισκόντι (THE LEOPARD και ROCCO AND HIS BROTHERS), ο αξιόπιστος Ντούτσιο Τεσσάρι (βλ. TONY ARZENTA και ZORRO) και ο επίσης προαναφερθείς Βαλέριο Ζουρλίνι, υπεύθυνος για το καρυωτακικό μεγαλείο του LA PRIMA NOTTE DI QUIETE, γνωστό και ως INDIAN SUMMER (1972).
Καλό ταξίδι στα Ηλύσια Πεδία των ηρώων, mon ami…
CoolHandMax