Εμφύλια Πάθη: Ιστορία “μετεξεταστέα” (πρώην εμβόλιμη)

[Συνέχεια από πέμπτο μέρος.]

Φωτογραφία εξωφύλλουΜαυροντυμένες γυναίκες περπατούν, σαν άλλες Εκάβες και Ανδρομάχες, ανάμεσα στα στοιχημένα πτώματα των δολοφονημένων από τους εντόπιους μπολσεβίκους.

ΙΣΤΟΡΙΑ 11η: “ΔΕΚΕΜΒΡΙΑNΑ” ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΤΑΛΙ

Μου περιγράφει, πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο και ανύποπτη στιγμή, ο Μαδωνής ο… πρεσβύτερος, με την ξεχωριστή διαλεκτική και πολιτικοϊστορική του ιδιορρυθμία:

« Χρονιάρες μέρες που ‘ναι, μου την έχει δώσει με όλους αυτούς τους μίσθαρνους επαναστάτες της ανανεωτικής/εναλλακτικής/αναρχοαυτόνομης Αριστεράς (Προς τι η καθαρεύουσα σύντροφοι; Σας πέφτει εύηχος ο “Γιούλης”, αλλά σας χαλάει η “Αριστερή”;), που καίνε ασύστολα το πλέον αγαπημένο κομμάτι της γενέτειρας πόλης μου: εκεί που ψάχνω τα βιβλία μου και τα παιχνίδια μου, εκεί που ξεχνιέμαι κι ακόμα ονειρεύομαι.

Αλλά μου την έχει δώσει κι ο άθλιος “Τύπος” της λούμπεν καθεστηκυΐας (σ.σ. κοινωνικής τάξης) με αναφορές του στυλ “επέτειος Γρηγορόπουλου”. Πολύ κακό και πολύ άδικο, νέο παιδί ήτανε, αλλά όχι και ήρωας… Εκτός, αν στο πρόσωπό του συμβολίζεται πλέον η κοινή, συνδυαστική, επαναστατική στάση ζωής της γιαλαντζί αριστεράς και της φιλελέ μπουρζουαζίας (ένα κακομαθημένο παιδί γαρ μιας ιδιαίτερα ευκατάστατης οικογένειας).

Στις μέρες των “Δεκεμβριανών” της άλλης Αριστεράς, της οριτζινάλε, κάποιους σαν τον Γρηγορόπουλο και τις οικογένειές τους τούς είχαν “προ–διαγράψει” [1] ! Άλλο αν με μια δείνα αντιπαροχή σε χρυσές λίρες, μερικά ασημικά, κοσμήματα και καμιά γούνα (ξέρω τι λέω…), οι περισσότεροι τη σκαπουλάρανε και το ανατρεπτικό μένος του Λαού™️ εκτονώθηκε κυρίως πάνω σε κάτι αξιωματικούς, χωροφύλακες/αστυφύλακες και στις απροστάτευτες οικογένειές τους.

Φυσικά ποιον περίμενες, μωρέ, να σφάξουν οι… “κότσινοι“; Τον μεγαλοεπιχειρηματία Πρ. Μποδοσάκη που τους χρηματοδοτούσε στη Μέση Ανατολή ή τον μεγαλοεκδότη Δημ. Λαμπράκη με τον οποίο συνέτρωγαν μαζί στη βεράντα του Mena House Hotel με θέα τις Πυραμίδες; Τα έχουμε πει εξάλλου: ο κομμουνισμός είναι για τους αφελείς (σ.σ. και συμπλεγματικούς και σίγουρα όχι ανένοχους) κολχόζους, όχι για την εποπτεύουσα ιντελιγκέντσια!

Με αυτά και με αυτά, ήρθαν στη μνήμη μου δύο δικές μου (από… σπόντα) “Δεκεμβριανές” εμπειρίες, που ίσως το υποσυνείδητο τις είχε θάψει μερικώς στη λήθη – και γι’ αυτό και δεν στις έχω πει. Aλλά, βλέπεις, “δεν σε αφήνουν ποτέ ν΄ αγιάσεις”, να ξεχάσεις, να πας – να πάμε όλοι μαζί! – παραπέρα


Ο παππούς μου (σ.σ. Στρατηγός Βασίλειος Γρανίτσας, 1891-1960) είχε, που λες, μια εξαδέλφη, την Ελένη Σεντιγιάννη. Εκείνη ερχόταν απρόσκλητη στο σπίτι και έβλεπε τη νόνα μου (σ.σ. οι γιαγιάδες στην Κεφαλονιά και το υπόλοιπο Ιόνιο ακολουθούν το ιταλιώτικο “nonna”) όταν ήμουν τεσσάρων-πέντε χρονών. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν άκουγαν τη φωνή της από την εξώπορτα δαγκώνονταν και έλεγαν: «Ωχ! Η τρελλο-Σεντιγιάννενα…». Αυτή η φουκαρού στα Δεκεμβριανά έμενε δίπλα σε ένα αστυνομικό τμήμα, κάπου στην Καλλιθέα ή στον Πειραιά – δεν καλοθυμάμαι…

Πολιόρκησαν τότε οι κομμουνιστές το Τμήμα, οι αστυφύλακες έδωσαν τη μάχη τους μέχρι να τελειώσουν τα πυρομαχικά, οπότε και όσοι είχαν μείνει ζωντανοί, τους πιάσανε… Τηρώντας ευλαβικά τη Συνθήκη της Γενεύης (!), τους σφάξανε, αλλά όχι πριν ένα κτήνος τους βγάλει τα μάτια με ένα κουτάλι (!!) και τα πετάξει όλα μαζί σε ένα γκαζοτενεκέ με νερό. Βγήκε, λοιπόν, η θειά η Σεντιγιάννενα στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού της, βρήκε το γκαζοντενεκέ με τους κομμένους οφθαλμούς μέσα, και “σάλταρε” (… πολύ θέλει, άλλωστε;).

Θυμάμαι, κάθε φορά, η επίσκεψη τελείωνε με τη θεία να ολοφύρεται και να φωνάζει: «Που λες, Κάτε μου (σ.σ. η προ-νόνα μου), να βλέπεις τα ματάκια απ’ τα παιδάκια, γαλάζια, καστανά και μαύρα, να με κοιτάζουν όλα μαζί… Αχ, τα καημένα τα παιδάκια… Αχ, τα φουκαριάρικα… Αχ, οι δόλιες οι μανούλες τους…», και να πνίγεται στους λυγμούς, και να τις βάζουν με μπαμπάκι κολώνια στη μύτη για να συνέλθει, να σηκωθεί να φύγει, να φύγει μαζί της κι ο περασμένος τρόμος. Αυτό το έζησα τρεις ή τέσσερις φορές και έκανα μέρες να κοιμηθώ χωρίς εφιάλτες

Άκου όμως τώρα και την άλλη ιστορία: Ο παππούς μου, πάλι, είχε ένα συμμαθητή και φίλο από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Κουμανάκο Κυριάκο. Αυτός έμενε κάπου πίσω από τις Φυλακές Αβέρωφ [2] στου Γ(κ)ύζη. Στα Δεκεμβριανά πήγαν κάτι “νεολαίοι” από τα περιβόητα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας [3] να τον συλλάβουν (… “εχθρός του Λαού” κι αυτός!). Ο Κουμανάκος αντιστάθηκε, αλλά μόνο με ένα πιστόλι πόσα μπορούσε να κάνει; Μόλις είδαν ότι τελείωσαν οι σφαίρες του, μπουκάραν μέσα στο σπίτι, ένας του έβαλε το πιστόλι στο μέτωπο και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα

Η Γαλλίδα γυναίκα του, η κυρία Μαργαρίτα, παραθέριζε μαζί με τη νόνα μου στα Λουτρά Υπάτης. Ο γιός της, αρχιτέκτονας, είχε φύγει πριν χρόνια για σπουδές στο Παρίσι, και έκτοτε είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Ένα μεσημέρι, θα ήταν καλοκαίρι του ’71 ή ’72, εκεί που τρώγαμε στο ξενοδοχείο, τη ρωτάει κάποιος, λίγο επιτιμητικά: «Γιατί, ενώ εσείς μείνατε εδώ, ο γιος σας δεν έρχεται να δουλέψει πίσω στην Ελλάδα, να είναι και κοντά σας;». Γύρισε τότε η κ. Μαργαρίτα και του είπε με κοφτή, σταθερή φωνή, αλλά με βουρκωμένα μάτια: «Εγώ έμεινα εδώ, γιατί εδώ είναι οι φίλοι μου και για να προσέχω τον τάφο του Κούλη μου. Αυτός γιατί να μείνει; Να θυμάται που βγήκε απ’ το δωμάτιο που τον είχαμε κρύψει και είδε τον πατέρα του νεκρό και μένα δίπλα του να μαζεύω τα μυαλά του από το πάτωμα σ’ ένα πιατέλο με το κουτάλι;». Μνημονεύω ακόμα την αμηχανία όλων μας και τη σιωπή που ακολούθησε – την έκοβες με το μαχαίρι…

Αυτά τα μακάβρια, λοιπόν! Έτσι, γιατί με θυμώσανε οι άσχετοι, οι αναίσχυντοι, οι ευήθεις, οι πονηροί, οι ψευτοεπαναστάτες, οι ψευτοπαληκαράδες, οι υποκριτές, τα λαμόγια, οι φιλελέδες, οι “Ζαβολιάκοι”, οι “Λενινόπουλοι”, και γενικώς όλοι αυτοί που κάνουν νοσταλγικές αναφορές στα “ηρωικά Δεκεμβριανά”, παλαιά και νέα (σ.σ. “μεταμοντέρνα”, θα χαρακτήριζε κάποιος τα τελευταία και θα πετύχαινε διάνα). Δώσ’ τους επομένως να φάνε πραγματικά Δεκεμβριανά: μπαρούτι, αίμα, φρίκη, κτηνωδία, πόνο, απόγνωση και παράνοια… Να τα φάνε όλα αυτά με το κουτάλι !!!»

[1] Σύμφωνα με τη Συμπληρωματική Εγκύκλιο της Κεντρικής Επιτροπής Παλλαϊκού Αγώνα υπ. αριθ. Ε.Α. 47/7-2-44 (!!!) “περί εκκαθαρίσεων”:

« (…) 4) Έξω από τους καταλόγους εκείνων που θα πρέπει ειδικά και ονομαστικά να εκτελεστούν (τα σχετικά σημειώματα θα αναφέρουν όλα τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά), πολλοί άλλοι θα πρέπει ακόμα να εκτελεστούν με τη κατηγορία του πλουτοκράτη και εκμεταλλευτή του Λαού. Όλοι αυτοί θα πρέπει να φύγουν από τη μέση. Κατά συνέπεια, στους άνδρες των ομάδων εκκαθαρίσεως θα πρέπει να γίνη ειδική εκπαίδευση (καθοδήγηση) με κατεύθυνση την έξαψη του ταξικού φανατισμού.
» (…) 5) Οπωσδήποτε δεν πρέπει να ανακοινωθή από τώρα στους παραπάνω άνδρες για τί προορίζονται. Για την ώρα, θα περιοριστήτε στην εκλογή και την διαπαιδαγώγησί τους.
» 6) Στις παραπάνω ομάδες να μη περιληφθούν μέλη του “Κ.Κ.Ε.” παρά μονάχα σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις.

Η εν λόγω στήλη των (τάχα μου – τάχα μου) ηττημένων στην καρδιά της πρωτεύουσας των (υποτίθεται) νικητών.

Προμελετημένα, όπως φαίνεται, όλα από τον Φεβρουάριο του 1944 – και το Κόμμα™️ να μείνει στην Ιστορία άσπιλο! Να ενοχοποιηθούν κάποιοι “ανεύθυνοι” που έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο, ίσως βέβαια να ‘τανε και τίποτα προβοκάτορες “φασίστες“… Όσο για τον ταξικό αγώνα κατά της πλουτοκρατίας (χο-χο-χο), αυτός εξαντλήθηκε κυρίως σε στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, στο γείτονα με το υπό αμφισβήτηση οικόπεδο, στον μοναρχικό περιπτερά της γωνίας, στον αρραβωνιαστικό της γκόμενας που δεν μας κάθησε, στην ίδια τη γκόμενα – και σε άλλες τέτοιου επιπέδου (καθαρά… ιδεολογικές) επιλογές!

[2] Εκεί που βρίσκονται σήμερα τα Δικαστήρια.

[3] Τα συγκεκριμένα κτίρια πρέπει, μάλιστα, να διατηρηθούν ως σύμβολα του αγώνα του “Λαού μας” (…) ενάντια στην Αστική Τάξη και τον Εγγλέζικο Ιμπεριαλισμό, όπως αναγράφεται στο σχετικό μνημείο (σ.σ. θυμηδίας και αποπροσανατολισμού) που έχει αναγείρει μόνο του το Κ.Κ.Ε.!!!


ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΜΥΘΙΟΥ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ “ΕΜΦΥΛΙΑ ΠΑΘΗ”

CoolHandMax