(Φωτογραφία εξωφύλλου: Δεκεμβριανά 1944 – EΛΑΣίτες, με γερμανικό εξοπλισμό, στους δρόμους της Αθήνας.)
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Τον περασμένο Ιούλιο (έτος Κυρίου 2020), σε μια από τις επιλεκτικά περιορισμένες επισκέψεις μου στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας, βρεθήκαμε με τον πατέρα μου στην Πλατεία Κάνιγγος. «Πάμε να σου δείξω», μου λέει, «πού έμενε η προγιαγιά σου κι ο παππούς όταν ήρθε το ΄45 από τη Χίο για να φοιτήσει στο Πολυτεχνείο». Και με πηγαίνει στην Οδό Κατακουζινού (πάροδος της Οδού Κάνιγγος), όπου στον αριθμό 12 υπάρχει ακόμα μια προπολεμική τετραόροφη πολυκατοικία. Εκεί, στο δεξιό ρετιρέ, έμενε η προγιαγιά μου από το 1938 μέχρι το 1960.
Παραδίπλα στη γωνία, Κάνιγγος 2-4 και Κατακουζινού, βρίσκεται το παραδοσιακό ψητοπωλείο “Σουβλάκι η Λειβαδιά” από το 1965. «Πάμε να σε κεράσω το καλύτερο σουβλάκι της Αθήνας», μου λέει με νόημα. Καθίσαμε λοιπόν και παραγγείλαμε από τρία σουβλάκια-καλαμάκια, και με την αφορμή αυτή άρχισε η διήγηση (όπως άλλωστε συνηθίζει σε κάθε σχεδόν “εξόρμηση”) και το ξεδίπλωμα των εμφύλιών μας παθών…
ΙΣΤΟΡΙΑ 1 η : Ο ΟΛΜΟΣ, Ο “ΤΡΕΛΛΟΣ”, ΚΑΙ Ο ΕΛΑΣΙΤΗΣ
(Αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο “γέρος μου”:)
«Στα “Δεκεμβριανά”, αυτά του 1944 – τα αυθεντικά του Κ.Κ.Ε., γιατί βλέπεις ότι τώρα πρέπει να τα ξεχωρίζουμε από τα γιαλαντζί του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. -, στο σπίτι που είδες έπεσε ένας όλμος στο ταβάνι της κουζίνας. ΕΛΑΣίτικος ήτανε, εγγλέζικος ήτανε, αδιάφορο… Ευτυχώς, χωρίς θύματα.
»Ο δεύτερος άντρας της προγιαγιάς σου ήταν κατάκοιτος με ημιπληγία. Βασιλικός φανατικός γαρ, είχε τη φωτογραφία του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ (σ.σ.: 1890-1947) πάνω από το κρεβάτι του αντί εικονίσματος. Εκείνη, αναγκασμένη να βγαίνει από το σπίτι για να βρει φάρμακα και φαγώσιμα στην πλέον επικίνδυνη περιοχή των συγκρούσεων. Γυρίζοντας σκυφτή, τοίχο-τοίχο, βρίσκει έναν ΕΛΑΣίτη τραυματία στο κεφαλόσκαλο. “Βοήθεια…, σώσε με!”, της κάνει. Τρεχοβολητά πλησιάζανε – Εγγλέζοι αλεξιπτωτιστές το πιο πιθανό… “Νέο παιδί, παρασυρμένο, αμαρτία…”, σκέφτεται και τον μπάζει μέσα. Τον βολεύει στο σαλονάκι, στη ντιβανοκασέλα, και τρέχει και κλείνει την πόρτα του υπνοδωματίου, όπου δέσποζε ο άναξ…
»Δυο-τρεις μέρες τον κράτησε, μέχρι που στεριώθηκε στα πόδια του και βρήκε τρόπο να ξεγλιστρήσει… Στο διάστημα εκείνο κράταγε την πόρτα κλειδωμένη και τον είχε πείσει ότι ο άντρας της ήταν τρελλός και επικίνδυνος (κατά τι παρανοϊκός ήταν, πάντως: κάτι η αρρώστια, κάτι η κεφαλοννίτικη καταγωγή…), κι όταν μάλιστα χρειαζόταν να βγει, έπαιρνε το κλειδί μαζί της. Έτσι, η σύντομη συνύπαρξη Στέμματος και σφυροδρέπανου – κάτω από την ίδια … τρύπια στέγη – πέρασε ειρηνικά…».
*****
ΙΣΤΟΡΙΑ 2η: “ΚΝΙΣΣΑ” ΑΠΟ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ
«Τρώγαμε τα σουβλάκια μας με τον παππού σου πριν από σαράντα και βάλε χρόνια, στην παλιά τη “Λειβαδιά” –Ακαδημίας και Ιπποκράτους βρισκόταν τότε – καλή ώρα όπως εμείς τώρα δα, και μου λέει: “To ανθρώπινο κρέας την ίδια μυρωδιά έχει άμα ψηθεί ”, και μου γνέφει με το βλέμμα στο σουβλάκι που μπούκωνε ταυτόχρονα στο στόμα του…
»Τον κοίταξα με απορία – στο μυαλό μου το μόνο που ερχόταν ήταν σκηνές ανθρωποφαγίας από τον Ροβινσώνα Κρούσο… To κατάλαβε αυτός και συνέχισε:
–“Όταν ήμουνα φαντάρος στην Τρίπολη το χειμώνα του ’47, μας έβαλαν να βγάλουμε τα πτώματα κάτι χωροφυλάκων από ένα μικρό τεθωρακισμένο, Μάρμον τα λέγανε. Ήταν σαν τενεκεδένια κουτιά με ρόδες κι ένα κανονάκι… Τους είχαν στήσει ενέδρα οι αντάρτες και τους ρίξανε χειροβομβίδα… Πήρανε φωτιά και οι φωτοβολίδες και καήκανε. Κάρβουνο… Κατάλαβες;”
–“Κατάλαβα…”
» Είχε μείνει στο πιάτο ένα τελευταίο σουβλάκι…
–“Δεν θα το φας;”, μου κάνει.
–“Όχι, φούσκωσα…”
»Το πήρε και το καλόφαγε κι αυτό. Από γουρουνάκι ήτανε δα, όχι από χωροφύλακα..!».
*****
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
… ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ!