Διαβάζοντας ξανά τις προάλλες την Ραψωδία λ της Οδύσσειας (στην αξιόλογη μετάφραση Κ.Μ. Γράψα του 1937), όπου ο Οδυσσέας επισκέπτεται στον Άδη τον μάντη Τειρεσία αναζητώντας απαντήσεις για τη συνέχεια του ταξιδιού του μετά το νησί της Κίρκης, ανακάλυψα, πέρα από τον προφανή πλούτο της ομηρικής γλώσσας, πόσο ευρύς συνδετικός ιστός υπάρχει μεταξύ των δύο ομηρικών επών, αλλά και περιφερειακών ιστοριών και παραδόσεων της Ελληνικής Μυθολογίας.
Όταν ο βασιλιάς της Ιθάκης περιγράφει στον νεκρό Αχιλλέα τα κατορθώματα του γιου του, Νεοπτόλεμου, στην Τροία ή όταν πάλι ζητάει μάταια συγχώρεση από τον αδικημένο Αίαντα τον Τελαμώνιο, διαρρέει μέσα από τις λέξεις η ιδέα ότι το εκάστοτε κοινό ήταν εξοικειωμένο με το περιεχόμενο, την ιδεολογία και τους χαρακτήρες του ομηρικού υλικού – όπως ένα κοινό τη σήμερον ημέρα γνωρίζει τι θα δει στο sequel μιας ταινίας.
Όλα αυτά μου έφεραν στη θύμιση το κλασσικό τροπάριο που διδαχτήκαμε τόσο στο σχολείο όσο και στο πανεπιστήμιο (όσοι είχαμε την ατυχία να πάμε!), ότι και καλά η κρατούσα θεωρία στους γλωσσολογικούς κύκλους είναι ότι δεν υπήρξε “ένας” Όμηρος, αλλά “πολλοί“, και ότι τα δύο αθάνατα έργα είναι εν τέλει προϊόντα συγχώνευσης και πολιτιστικού συγκρητισμού. Ένα σόφισμα φυσικά του οποίου η διάδοση, αν όχι και προέλευση, μπορεί να εντοπισθεί (πού αλλού;) στη Γαλλία (πότε άλλοτε;) των τελών της δεκαετίας του ’60-αρχών ’70. Και ποιοι είναι στο κάτω-κάτω οι Έλληνες ακαδημαϊκοί να αρνηθούν την εισαγωγή αλλοτριωτικών ιδεών στο διδακτικό τους πρόγραμμα; Τίποτα “κωλοφασίστες” με συναίσθηση της εθνικής και συλλογικής τους ευθύνης;;!!
Προσπερνώντας την παιδιάστικη λογική ότι “εφόσον πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του, αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα υπήρξαν πολλαπλοί ραψωδοί” (γιατί απλούστατα υπάρχουν σύγχρονα παραδείγματα τοπικισμών για τα “μάτια” της οριστικής καταγωγής ενός διασήμου προσώπου), εκεί που θέλω να σταθώ είναι στο τι μπορεί να σημαίνει αυτή η ψευδεπίγραφη ανάγκη να αποδίδουμε επιτεύγματα του παρελθόντος, και δη στο χώρο του πνεύματος, σε “συλλογικότητες”, “συσσωματώσεις” και… “κολλεκτίβες”. “Ιστορία από τα κάτω”, με άλλα λόγια, όπως αρέσκονται οι “συνάδελφοι” του γράφοντος ιστορικοί – τουλάχιστον μιας συγκεκριμένης “χρωματικής” κατάταξης.
Θα κάνουμε, άραγε, τέτοιου είδους λογικά άλματα και στο μέλλον για να δικαιολογήσουμε την παρουσία ενός απαράμιλλου καλλιτεχνικού μεγαλείου; Μήπως σε 500 χρόνια, αδυνατώντας να καταλάβουμε, για παράδειγμα, πώς ο Φράνσις Φορντ Κόππολα εξέλιξε την κινηματογραφική του έκφραση και πειραματίστηκε με την back-and-forth δομή του The Godfather: Part II του 1974 (ηθική πτώση του γιου Μάικλ σε αντιδιαστολή με την κοινωνική άνοδο του πατέρα Βίτο), ορισμένοι μελετητές θα τείνουν σε μια νέα “θεωρία των πολλών” σε βάρος της απλής λογικής της καλλιτεχνικής ωρίμανσης;
Και αν η εγγύτητα, υποτίθεται, της συγγραφής ή σύνθεσης των ομηρικών επών αποκλείει την πιθανότητα μιας και μοναδικής “πένας” ή ιθύνοντος νου από πίσω τους, πώς θα εξηγήσει ο μελλοντικός ιστορικός της τέχνης, λ.χ. το αξεπέραστο σερί αριστουργημάτων (Η Άμαξα 1939, How Green Was My Valley 1941, κ.ο.κ.) στο παλμαρέ ενός πληθωρικού σκηνοθέτη σαν τον Τζων Φορντ σε back-to-back-to-back χρονιές (καμία σχέση με το back-to-back του μπασκετικού Ολυμπιακού, by the way!).
Μήπως τελικά η αδυναμία μας να αναγνωρίσουμε την ατομική ιδιοφυία στο συλλογικό Χθες οφείλεται λιγότερο στην έλλειψη επιστημολογικών αποδεικτικών στοιχείων και περισσότερο στο πόσο έχουμε συνηθίσει και παραδοθεί στη δική μας μετριότητα ως προς την έκφραση οποιουδήποτε είδους πνεύματος (σε κινηματογράφο, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες και λογοτεχνία);
Μήπως βλέπουμε και οι ίδιοι -και το παραδεχόμαστε πικρά μέσα από τα δόντια- ότι οι τελευταίες γνήσιες φωνές, τα ίδια μας τα εθνικά πρότυπα, οι “πνευματικοί ταγοί” που μας έβαζαν και γράφαμε στην Έκθεση κάποτε, έχουν αρχίσει κυριολεκτικά να αποδημούν εις Κύριον ο ένας μετά τον άλλον;
Μήπως στην εποχή όπου όλοι έχουμε αποκτήσει την τεχνολογική πρόσβαση στα βασικά μέσα ώστε να δημιουργήσουμε και να διασπείρουμε την τέχνη μας, μήπως – λέω, μήπως! – η πλημμυρίδα των Πολλών έχει καταπνίξει, αντί να ανασηκώσει στους ώμους της, τον Έναν;
Και αυτό το ερώτημα δεν πηγάζει από κάποιου είδους ελιτισμό ή συμπλέγματος ανωτερότητας (αν και κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει στιβαρά την ανάγκη ορισμένων “κλειστών καστών” σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας), αλλά μάλλον συνδέεται ευρύτερα και με τη συνολική εκμηδένιση του ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες.
Μια ισοπέδωση που πραγματοποιείται προοδευτικά προς χάριν ψευδεπίγραφων “κινημάτων” και “συλλογικοτήτων” που υπόσχονται να απαλύνουν τα αρνητικά της (υπόλοιπης) ανθρωπότητας, αλλά και ενός “brand name” καταναλωτισμού που σπεύδει να γεμίσει το πνευματικό κενό (κενό που αγγίζει τους πάντες ανεξαρτήτως τάξης, αργυρώνητης μόρφωσης, ή γενικής ύπαρξης “ανησυχιών”) που άφησε ο Νιτσεϊκός Θάνατος του Θεού, η αποκαθήλωση της οικογένειας και η επιθανάτια ρόγχος του πατριωτισμού.