Η χαμένη τέχνη της 7ης Τέχνης

poster-room

Η σημερινή ανάρτηση θα έχει φωτογραφικό-συγκριτικό χαρακτήρα, σαν να είμαστε όλοι ξανά σχολιαρόπαιδα… Ένα από τα αμέτρητα παράπονα που έχω προσωπικά από το σύγχρονο κινηματογράφο είναι και η παραμέληση, αν όχι παρακμή, των αφισών ως διαφημιστικού και αισθητικού εξαρτήματος των ταινιών που κατακλύζουν τις αίθουσες κάθε εβδομάδα. Και επειδή δεν αρέσκομαι σε σοφιστίες χωρίς αποδείξεις, στη συνέχεια του άρθρου θα παραθέσω δύο τυχαία ομαδοποιημένα δείγματα από αφίσες κλασσικών ταινιών πριν την δεκαετία του ’50 και ταινιών της τρέχουσας δεκαετίας – αμφότερα περιέχουν έργα από κάθε είδος (genre) και οικονομικό μέγεθος για να διατηρείται η ποικιλότητα.

Από την μία πλευρά, οι vintage αφίσες (βλ. πάνω) ελκύουν την προσοχή μόνο και μόνο από τα έντονα, ζεστά τους χρώματα, τις ξεχωριστές γραμματοσειρές και τις διαφορετικές διατάξεις που καθεμιά εφευρίσκει για να παρουσιάσει θέμα και πρωταγωνιστές. Αλλά η ανωτερότητα που θέλω να αποδείξω έχει και ένα βαθύτερο χαρακτήρα: οι αφίσες της “Χρυσής Εποχής” απαθανατίζουν τους αστέρες του σινεμά στο ζενίθ της λάμψης τους, δίνοντας διαχρονικότητα στους συντελεστές αλλά και στις ίδιες τις ταινίες. Είναι μάλιστα τέτοιο το καλλιτεχνικό μεράκι που ο εκάστοτε ζωγράφος έχει βάλει στο έργο του ώστε κάθε αφίσα να “μιλάει” στο θεατή, να τον προϊδεάζει για το περιεχόμενο του φιλμ στο οποίο θα επενδύσει το χρόνο του. Επίσης, νομίζω είναι αυτονόητο στον οποιοδήποτε με αγάπη για τον κινηματογράφο (ή έστω με καλό γούστο) ότι με την πάροδο των δεκαετιών αυτές οι άλλοτε απλές αφίσες έχουν αποκτήσει την απαραίτητη κομψότητα και χάρη για να θεωρούνται, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ένα διακοσμητικό ισοδύναμο ενός “καθωσπρέπει” ζωγραφικού πίνακα ή άλλης εικαστικής σύνθεσης. Είναι εν πολλοίς κομμάτι της συλλογικής μας κουλτούρας και συνείδησης, αυτόματα συνδεδεμένες με τις εποχές και τις ιδέες που εκπροσωπούν.

Μια εκ των λαμπρών εξαιρέσεων που λέγαμε (για το The Fall του Ινδού σκηνοθέτη Τάρσεμ Σινγκ, 2006).

Από την άλλη, τι μπορώ να πρωτοσχολιάσω για τις αφίσες της σημερινής εποχής; Ίσως απλώς να ακολουθούν την συνολική αλλοτρίωση και τον κορεσμό του κινηματογραφικού στερεώματος: όσο πιο πολλές ταινίες πλημμυρίζουν την αγορά και το μάτι, τόσο λιγότερη σημασία έχει το να βάλουν την “έξτρα” προσπάθεια και να εντυπωσιάσουν ανάμεσα στη μετριότητα. Κόπωση, βαρεμάρα, επανάπαυση… Όχι ότι δεν υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις, τουναντίον η “δημοκρατικοποίηση” που επέφερε το διαδίκτυο έχει επιτρέψει σε πολλούς ανώνυμους καλλιτέχνες και γραφίστες με ταλέντο να αποτυπώσουν την οντότητα και ουσία των αγαπημένων τους ταινιών με πολύ ομορφότερο τρόπο από οποιαδήποτε φτηνιάρικη “ξεπέτα” που τα στούντιο δημοσιεύουν ανά τακτά διαστήματα. Η συντριπτική πλειοψηφία παραμένει όμως θλιβερή, όπως φαίνεται παραπάνω: πανομοιότυπα λογότυπα, αφίσες φτιαγμένες με βιαστικό και αδέξιο photoshop, “ιπτάμενα κεφάλια” (floating heads) ηθοποιών σε ασύμμετρες θέσεις, ξεβαμμένη παλέττα (saturated colors) και η ίδια πυραμιδική διάταξη που οδηγεί το μάτι του θεατή ακριβώς εκεί που έχει προαποφασίσει η ομάδα του μάρκετινγκ: στο brand name.

Η “μάρκα” έχει μόνο αξία – και αυτή πάντα σε ντόλλαρς! Μηδενική έμπνευση, καλαισθησία, πόσω μάλλον ευαισθησία, και σχεδόν ανύπαρκτο εξωραϊστικό περιεχόμενο. Τίποτα και κανένας, ούτε το πλέον ακριβοπληρωμένο “όνομα” (π.χ. Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), δεν απαθανατίζεται στην κινηματογραφική αιωνιότητα, γιατί τίποτα και κανείς δεν είναι αναντικατάστατος. Το Προϊόν™️ κυκλοφορεί στην αγορά για τον ένα μήνα που χρειάζεται να βρίσκεται διαθέσιμο προς κατανάλωση και από τον επόμενο ξεκινάει ήδη η σαρωτική καμπάνια για το επόμενο “συναρπαστικό, καλύτερο και μεγαλύτερο” προϊόν.

Κρίμα και άδικο για τις τελευταίες δύο-τρεις γενιές αξιόλογων ηθοποιών που δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να χαραχθούν στην Ιστορία όπως ένας Μπράντο, μία Χέυγουορθ, ένας Τζων Γουέην ή μία Λιζ Τέυλορ, ένας Ντελόν ή μία Μπαρντώ, στο απόγειο της δόξας τους. Κανένα κινηματογραφικό ρομάντζο δεν θα αντέξει στο παγερό άγγιγμα του Χρόνου όπως εκείνο των Χάμπφρεϋ Μπόγκαρτ και Λώρεν Μπακόλ που ερωτεύτηκαν σφόδρα στα σκηνικά του To Have and Have Not (1944, σκηνοθεσία Χάουαρντ Χωκς).

Το Χόλυγουντ δεν παράγει είδωλα πλέον, δεν ενδιαφέρεται για θρύλους – και το ευρωπαϊκό σινεμά νέκρωσε και αποτραβήχτηκε σε μικρομάγαζα αυνανισμού και δηθενιάς. Η ιδεολογική εμμονή με την αποκαθήλωση του παρελθόντος και της αντικειμενικής αισθητικής χάρης (πτυχές και θέματα που έχουμε εξετάσει σε παλαίοτερες αναρτήσεις της στήλης) έχει επηρεάσει μέχρι και το πιο απλό και απτό παράγωγο της βιομηχανίας του θεάματος, το πρώτο πράγμα με το οποίο το κοινό έρχεται σε επαφή.

Αυτό το κυνικό utilitarianism, όπου καθετί οφείλει να είναι τόσο ποιοτικό όσο μόνο η άμεση χρησιμότητά του, στερεί από τις νέες γενιές (αυτές που είναι αναπόφευκτο να εντρυφήσουν πρώτα στη μαζική κουλτούρα και αργότερα, αν όχι και ποτέ, σε όποια άλλη “υψηλή τέχνη”) το αισθητικό κριτήριο να απομονώσουν την μετριότητα και να εξάρουν την ομορφιά. Σε οποιοδήποτε πολιτιστικό ή και κοινωνικό πλαίσιο… (τυχαία η ακατάπαυστη χυδαιότητα γύρω μας;). Ίσως να υπερβάλλω, το συνηθίζω άλλωστε, και είναι “στάμπα” που την δέχομαι ευλαβικά. Ίσως όμως κάθε μικροσκοπική, ασήμαντη λεπτομέρεια της ζωής μας να είναι η αφετηρία για να εξευγενιστούμε. “Είσαι ό,τι τρως“, που έλεγε και το σλόγκαν.

Make Posters Great Again,
CoolHandMax