Ο “ξυπόλυτος” Αρχιεπίσκοπος

damaskinos-churchill

Μία από τις πιο σπουδαίες ηγετικές φυσιογνωμίες της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας υπήρξε αναμφισβήτητα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός (1891-1949), κατά κόσμον Δημήτριος Παπανδρέου. Τα σημαντικά στοιχεία του δημόσιου βίου και πολιτείας του Δαμασκηνού είναι εν πολλοίς καταγεγραμμένα στα βιβλία της Ιστορίας και μπορεί κανείς να τα συμβουλευθεί κριτικά. Όμως, όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους, υπάρχουν στη ζωή τους και κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες που ωστόσο αναδεικνύουν καίρια στοιχεία της προσωπικότητας τους. Εκεί θα ήθελα να εστιάσω λοιπόν σήμερα, στα “ψιλά γράμματα”, εν προκειμένω στην ιδιαίτερη σχέση του Δαμασκηνού με τα παπούτσια

Γράφει σχετικά στη βιογραφία του ο Ηλίας Βενέζης (“Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός – Οι χρόνοι της δουλείας”, Eκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 1981, σελ.13-14): «Θυμόταν τότε [ο Δαμασκηνός] ένα θεόφτωχο παιδάκι που ξεκινούσε κάθε μέρα απ’ το χωριό του, την Δορβιτσά, να πάη στο κεφαλοχώρι, όπου ήταν το σχολείο, να μάθη γράμματα. Οι γονείς του τού είχαν πάρει ένα ζευγάρι τσαρούχια. Όμως, για να μην του τρυπήσουν γρήγορα τα τσαρούχια, μιά που δεν είχε άλλα και δεν ήταν εύκολο να πάρη άλλα, το παιδάκι της Δορβιτσάς τα έβγαζε, μόλις έβγαινε απ’ το χωριό το, τά ’ριχνε στον ώμο του και περπατούσε ξυπόλυτο τα βουνά της Δορβιτσάς, κάθε μέρα, πηγαίνοντας να μάθη γράμματα

Η Δορβιτσά της ορεινής Ναυπακτίας σήμερα.

Την ίδια ιστορία, κάπως παραλλαγμένη αναφέρει και ο έτερος βιογράφος του, Δημοσθένης Κούκουνας (“Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός”, Eκδόσεις ΜΕΤΡΟΝ, Αθήνα 1991, σελ. 23): «Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μικρός Δημήτρης [το κατά κόσμον όνομα του Δαμασκηνού, όπως αναφέραμε, ήταν Δημήτριος Παπανδρέου] πήγαινε ποδαρόδρομο από τη Δορβιτσά προς τον Πλάτανο, φορώντας τα παλιά παπούτσια του. Στο ένα χέρι είχε τα βιβλία του και στο άλλο κρατούσε τα τσαρούχια του, που δεν τα φορούσε για να μην τα χαλάσει. Μόλις έφτανε κοντά στον Πλάτανο, στον Άγιο Ταξιάρχη, έκρυβε τα παπούτσια σε μια πουρναροφωλιά και φορούσε τα καλά του τσαρούχια, που ήταν τριζάτα κιόλας! Πολλά χρόνια αργότερα, ο Δαμασκηνός μιλώντας σε μια συνέντευξη για τα παιδικά του χρόνια αναφέρθηκε στα περίφημα εκείνα τσαρούχια του: τού τά ’κλεψε ένας φυγόδικος σ’ ένα χάνι…»

Η ιδιαίτερη αυτή σχέση του Δαμασκηνού με τα παπούτσια δεν σταματάει στην παιδική του ηλικία, παρ’ όλα αυτά: συνεχίζεται κι αργότερα, εκεί που δεν καταγράφουν πια τα επίσημα τεφτέρια. Και να πως έχει η ιστορία…

Ο προπάππους μου, Βασίλειος Γρανίτσας, υπήρξε φίλος του Δαμασκηνού. Συνομήλικοι πρωτοσυναντήθηκαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στα 1910. Μαζί διέκοψαν τις σπουδές τους και κατετάγησαν εθελοντές λίγο πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, μετά το πέρας των οποίων ο καθένας τους ακολούθησε το πεπρωμένο του. Ο προπάππους μου παρέμεινε στον Ελληνικό Στρατό, ενώ ο Δαμασκηνός εντάχθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Στην Κατοχή βρέθηκαν και πάλι κοντά, όταν ο Δαμασκηνός, Αρχιεπίσκοπος πια,  ίδρυσε τον Ε.Ο.Χ.Α. (Εθνικός Οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης) για να αντιμετωπίσει τον Μεγάλο Λιμό του 1941-42 (βλ. υπερκείμενο φωτογραφικό υλικό) που ενέσκηψε στα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως Αθήνα και Πειραιά). Ο Δαμασκηνός τον τοποθέτησε στην Εκτελεστική Επιτροπή της Ε.Ο.Χ.Α. μαζί με τους Απόστολο Δοξιάδη, Νικόλαο Καρυδάκη και Κλέαρχο Μανέα. Συνεργάστηκαν μέχρι τον Ιούνιο του ’43 όποτε ο προπάππους μου διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Με την Απελευθέρωση ο προπάππους μου επέστρεψε στην Ελλάδα και αμφότεροι έζησαν από κοντά τα Δεκεμβριανά του 1944. Τον Μάρτιο του 1945 ο προπάππους μου βρέθηκε ξανά στην Αίγυπτο, απ’ όπου και γράφει σχετικά στον Δαμασκηνό:

«Μακαριώτατε

Μόλις σήμερα κατωρθώνω να σας στείλω την παρούσα μου και ένα δεματάκι μικρό μεν, αλλά περιέχει ό,τι θα σας ευχαριστούσε.
Ολίγα τσιγάρα από τα εκλεκτά Αμερικάνικα.
Καφφέ για να με ξεχρεώσετε από εκείνους που έπινα κοντά σας στην κατοχή και
Υλικά για δύο ζευγάρια παπούτσια.
Τα τελευταία εσκέφθηκα να σας στείλω για να συμπληρώσω την δωρεάν που σας έκανε ο εδώ Πατριάρχης αποστέλλοντάς σας τα ράσα. (…)

(…) Με βαθύτατον σεβασμόν
και άπειρη αγάπην.

Β. Γρανίτσας»

Το προσχέδιο του εν λόγω γράμματος.

Καλά διαβάσατε: υλικά για δύο ζευγάρια παπούτσια για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, που εκείνη την στιγμή διατελούσε ταυτόχρονα τόσο Πρωθυπουργός όσο και Αντιβασιλέας! Όχι πως δεν μπορούσε να βρει το υλικό στην Αθήνα – τα πάντα θα μπορούσε να βρει. Και ήταν πολλοί αυτοί που θα επέσπευδαν να τον εξυπηρετήσουν για να συγχωρεθούν οι κάθε λογής αμαρτίες τους… Αλλά σε αυτούς τους “κυρίους” δεν επέτρεπε ούτε καν να το διανοηθούν! Εξάλλου, όπως είδαμε, είχε μάθει και με παλιοπάπουτσα, μέχρι και ξυπόλυτος (η μεγαλύτερη ανταμοιβή της τιμιότητας είναι πάντα και για πάντα ο αυτοσεβασμός).

Αυτός ο Κατακαημένος Τόπος (για να δανειστώ έναν από τους τίτλους του συγγραφέα Θανάση Πετσάλη-Διομήδη που συχνά-πυκνά χρησιμοποιώ εναλλακτικά του όρου “Ελλάδα”) είχε την τύχη και το προνόμιο να κυβερνηθεί στη χειρότερη ίσως φουρτούνα της από έναν σπουδαίο άνδρα, κάποιον που κράτησε δύο και παραπάνω τιμόνια στα στιβαρά του χέρια, όσο χρειάστηκε για να συνέλθουν απ’ τη ναυτία οι αιρετοί του “άρχοντες” και να αναλάβουν.

Από ένα μικρό ανεκδοτολογικό στοιχείο μπορεί κανείς να εξάγει τόσα συμπεράσματα για το ποιόν ενός ανθρώπου, ειδικά κάποιου που καλείται να διαχειριστεί τις τύχες των πολλών. Απλώς συγκρίνετε την ταπεινότητα του συγκεκριμένου (και λίγων άλλων εκλεκτών ανά την Ελληνική Ιστορία) με την φαυλότητα και την τρυφηλότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας. Γιατί μην νομίζετε: “σκαφάτοι” και “ζιμενάτοι” και λοιποί φελλοί πάντοτε υπήρξαν ανά τον ρου της ιστορικής μας πορείας.

Μην σας ξεγελάει η αμεσότητα της εικόνας και της πληροφορίας του 21ου αιώνα ή, αντίστροφα, οι σεβάσμιες γενειάδες και τα βαθυστόχαστα βλέμματα σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες εποχής. Ο πολιτικός βίος (και λόγος) στο προτεκτοράτο τούτο ήταν, είναι και (δυστυχώς) θα είναι επιπέδου επιθεώρησης και ιλαροτραγωδίας. Απλώς να ευχόμαστε στις πραγματικά δύσκολες στιγμές, εκεί που κρίνονται πια ζωές κι όχι πενταροδεκάρες, να υπάρχει πάντοτε εύκαιρο κι ένα από εκείνα τα παιδάκια που δεν μεγάλωσε και “γκρουμαρίστηκε” στην κούνια της Εξουσίας, αλλά έμαθε να επιβιώνει και να διαφυλάσσει ακόμη και τα απολύτως αυτονόητα.

Είθε να εμφανιστεί σύντομα ένας ακόμη “ξυπόλητος” στον ιστορικό μας ορίζοντα,
CoolHandMax