Αεροπόρος Λοχαγός Β.Κ.: από την τουρκική στη “λογοτεχνική” αιχμαλωσία

logia-tis-sklavias

Σαν άνθρωπος που τηρεί τις δεσμεύσεις και τις υποσχέσεις του, προτού συνεχίσω τα ιστορικά αφιερώματα, οφείλω να επεκταθώ σε κάτι που έθιξα στην πρώτη ανάρτηση της στήλης : το ζήτημα της προελεύσεως του πολεμικού χρονικού “Από την Αιχμαλωσία”.

Για τα (μύρια) όσα υπέστησαν οι αιχμάλωτοι του Ελληνικού Στρατού την περίοδο (1922) μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή, έχουν γραφτεί ad hoc δύο τρομερά αξιόλογα βιβλία–ντοκουμέντα: το πρώτο είναι του Λοχαγού Πυροβολικού Ασημάκη Βασιλείου, με τίτλο “Από τον Τάφο”, το οποίο έγραψε στο Τάλας τους τελευταίους δύο μήνες της κράτησής του και το εξέδωσε στην Αθήνα το 1924. Εκεί, διασώζει μεγάλο μέρος των αποτρόπαιων συμβάντων και είναι πολύ αιχμηρός στις περιγραφές του, ιδιαίτερα των γεγονότων στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το δεύτερο είναι του Λοχαγού Β.Κ., με τίτλο “Από την Αιχμαλωσία – Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ.” (Τυπογραφείο Π. Γ. Μακρή, Αθήνα 1923), το οποίο επανακυκλοφόρησε σε συμπληρωμένη έκδοση την αμέσως επόμενη χρονιά.

Αεροσκάφος Breguet 14 και προσωπικό της Στρατιωτικής Αεροπορίας κατά τις επιχειρήσεις του Μικρασιατικού Πολέμου (1919-1922).

Το συγκεκριμένο βιβλίο αναδεικνύει και μια ακόμα πτυχή της ιστορίας: τον πονηρό και ιταμό χαρακτήρα του Τούρκου. O B.K. είχε την ατυχία να πιαστεί αιχμάλωτος το καλοκαίρι του 1921, όταν το αεροπλάνο του έπεσε από μηχανική βλάβη στα μετόπισθεν του εχθρού. Έτυχε λοιπόν πολύ καλής μεταχείρισης από τους Τούρκους. Ήταν, βλέπετε, πολύ ρευστά τα πράγματα σε εκείνο το χρονικό σημείο και η έκβασή τους αβέβαιη. Όταν όμως σιγουρεύτηκαν ότι είχαν το πάνω χέρι στον πόλεμο, τότε έδειξαν τον πρωτογονισμό τους σε όλο του το μεγαλείο…

Το ποιος κρύβεται πίσω από τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και εμπεριέχει αρκετό μυστήριο. Επειδή εγώ σαν ιστορικός δεν έχω ακόμα καταλήξει, ενώ άλλοι έχουν ήδη “τελεσιδικήσει” περί αυτού, παραθέτω τα δεδομένα της υπόθεσης στην κρίση του κάθε αναγνώστη.

Το εξώφυλλο της αρχικής έκδοσης του “Από την Αιχμαλωσία“.

Στην αρχική απόπειρα να αποκρυπτογραφήσει κάποιος τα αρχικά Β.Κ. μέσω των γραπτών τεκμηρίων (εφημερίδων) της εποχής, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πιθανώς πρόκειται για το Λοχαγό Πυροβολικού, Καρυστινό Βασίλειο. Η υπόθεση αυτή μπορεί να στηριχθεί στα εξής στοιχεία που προέκυψαν μετά από επισταμένη έρευνα του γράφοντος:

1ον  Εντόπισα μόνο δύο λοχαγούς αιχμαλώτους με αυτά τα αρχικά: τους Καρυστινό Βασίλειο και Βασιλάκη Κωνσταντίνο, επίσης του πυροβολικού. Και οι δύο επέστρεψαν στην Ελλάδα στις 22 Αυγούστου 1923, μαζί με τους 226 αξιωματικούς, επικεφαλής των οποίων ήσαν οι Στρατηγοί Τρικούπης Ν., Διγενής Κ. και Δημαράς Δ. (βλ. φύλλο εφημερίδας “ΕΜΠΡΟΣ” της Πέμπτης 23ης Αυγούστου 1923). Προφανώς υπάρχει πάντα περίπτωση να μου διέφυγε και κάποιος άλλος – δεν μπορώ να είμαι απόλυτος.

2ον Τον Βασιλάκη Κωνσταντίνο τον απέκλεισα, διότι τον Οκτώβριο του 1922 βρισκόταν ακόμη στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Κιρ Σεχίρ (βλ. βιβλίο Ασημάκη Βασιλείου, ο.π., σελ. 116), απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Τάλας αρκετά αργότερα, ενώ ο Β.Κ. είχε μεταφερθεί στο Τάλας ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1921 (βλ. “Από την Αιχμαλωσία – Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ.”, σελ. 101).

3ον Ο Β.Κ. στα γραφόμενά του δηλώνει απερίφραστα βενιζελικός. Ο Καρυστινός το 1930 ήταν αντισυνταγματάρχης εν ενεργεία (βλ. ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, Τόμος 4ος, Αθήναι 1930, σελ. 286). Με δεδομένες τις συνεχείς εκκαθαρίσεις του στρατεύματος, στις οποίες προέβησαν οι βενιζελικοί στη διάρκεια της παντοδυναμίας τους από το 1923 και μετά, και ειδικά μετά το Κίνημα Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου, είναι σχεδόν απίθανο να μην πρόκειται (ο Καρυστινός) για βενιζελικό.

4ον Είναι αξιωματικός του πυροβολικού, όπως η πλειοψηφία των αξιωματικών–παρατηρητών που επέβαιναν στα αεροπλάνα.

Από την άλλη πλευρά, όμως, στην εκδοχή του Καρυστινού δεν συνηγορεί ο τόπος γέννησης (Ωκεανία Ευβοίας) που αναγράφεται στο επίσημο βιογραφικό του στα καταστατικά του στρατού. Στο βιβλίο, ο Β.Κ. αναφέρει πως είναι από τη Σπάρτη (βλ. σελ. 42). Βέβαια, δεν αποκλείεται ο τόπος γέννησης να είναι συγκυριακός, κι αυτός να αναφέρεται στην οικογενειακή του καταγωγή.

Το επίμαχο βιβλίο επανεκδόθηκε απροσδόκητα το 2006 από μεγάλο εκδοτικό οίκο της Αθήνας και το κείμενο απεδόθη πλέον -τεκμηριωμένα υποτίθεται- στο μαρξιστή λογοτέχνη Μάρκο Αυγέρη (1884-1973). Μελετώντας προσεκτικά την εισαγωγή-τεκμηρίωση της νέας έκδοσης, την οποία μάλιστα εκθείαζε έγκριτος χρονογράφος στο φύλλο της εφημερίδας “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” της 9ης Μαΐου 2006, προκύπτουν διάφορες ενστάσεις. Παραθέτω λοιπόν τα προφανή ερωτηματικά που μου δημιουργήθηκαν, καθώς και κάποιες παρατηρήσεις:

1ον Στη σελ. 12 της εισαγωγής, αναφέρεται ότι ο Β.Κ. ήταν o Λοχαγός Βασίλης Κοτρότσος, «…το ημερολόγιο του οποίου διασκέυασε σε λογοτέχνημα ο Μαρκος Αυγέρης». Πλην όμως, ψάχνοντας στη Μεγάλη Ελληνική Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, όπου αναφέρονται όλοι οι αξιωματικοί (ακόμα και οι έφεδροι), και συγκεκριμένα στον Τόμο 4, σελ. 298, τέτοιο επώνυμο με “ο” δεν υπάρχει. Υπάρχει το επώνυμο αυτό, αλλά με “ω”, και ο μόνος Κοτρώτσος Βασίλειος είχε αποβιώσει από το 1893. Όσο για τον Βαγγέλη (!) Κοτρότσο, όπως τον αναφέρει το άρθρο στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ , το αφήνω ασχολίαστο.

2ον Στη σελ. 7, ο συντάκτης της εισαγωγής ξεκινάει κάνοντας αναφορά σ’ ένα χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη) με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1923, όπου «…γινόταν λόγος για ένα παράξενο βιβλίο», που του παρέδωσε στο γραφείο του ένας άγνωστος νέος… Ας υποθέσουμε ότι ο Νιρβάνας θα χρειάστηκε δύο με τρεις μέρες να το διαβάσει πριν γράψει το χρονογράφημά του. Δεν θα είχαν χρειαστεί τουλάχιστον και δέκα με δώδεκα μέρες για τη στοιχειοθεσία, την εκτύπωση και τη βιβλιοδεσία αυτού του “παράξενου βιβλίου”; Το λιγότερο, με τα τεχνικά μέσα της εποχής.

Οι πρώτοι λοχαγοί αιχμάλωτοι του στρατού έφθασαν στον Πειραιά στις 22 Αυγούστου 1923. Σίγουρα θα απαιτήθηκαν 4-5 μέρες ώστε να περάσουν από λιμοκαθαρτήριο, ιατρικές εξετάσεις, να δώσουν κατάθεση για τις συνθήκες υπό τις οποίες αιχμαλωτίστηκαν, να επανασυνδεθούν με τους δικούς τους και να νιώσουν πάλι άνθρωποι. Το λιγότερο, με βάση το μέγεθος της περιπέτειάς τους… Στην καλύτερη λοιπόν περίπτωση μένει ένας μήνας για τον Αυγέρη να παραλάβει το χειρόγραφο και «…να το διασκευάσει σε λογοτέχνημα».

Μέχρι στιγμής, ας πούμε, ότι όλα ακούγονται λογικά… Αλλά από εδώ μέχρι του σημείου να το «…έγραψε [μόνος του] από μαρτυρίες άλλων, χωρίς να έχει πάει στο μικρασιατικό μέτωπο», όπως τονίζεται στη σελ. 12 ή έστω «… εμπλουτίζοντάς το [το ημερολόγιο] και με τις μαρτυρίες άλλων αιχμαλώτων», όπως γράφει ο εισηγητής, μέσα σε τέτοια ασφυκτικά χρονικά πλαίσια, ακούγεται αυτό ρεαλιστικό; Δεν νομίζω… Το εφικτό θα ήταν, εάν και εφόσον ο Αυγέρης είχε συμβολή, να παρέλαβε ένα ολοκληρωμένο χειρόγραφο, το οποίο να περιελάμβανε τόσο το ημερολόγιο όσο και τις μαρτυρίες, και απλώς να του έβαλε τις όποιες δικές του “πινελιές”…

3ον Στη σελ.7, επιχειρείται να εξηγηθούν τα σχετικά με την ανωνυμία που επέλεξαν, τόσο ο συντάκτης του ντοκουμέντου, όσο και ο Αυγέρης που υποτίθεται ότι το διασκέυασε, ως εξής: «Οι καιροί ήταν δύσκολοι, γίνονταν διώξεις εναντίον των βενιζελικών και δεν ήταν εύκολο να το διακινδυνεύσει κάποιος υπογράφοντας βιβλίο με σαφείς αντιβασιλικές αιχμές.»…! Τι να πρωτοϋποθέσει κανείς; Άγνοια του ιστορικού timeline ή κυνικός βολονταρισμός που σερβίρεται προς ένα κοινό με τα ίδια χαρακτηριστικά; Αφελής ο εισηγητής ή μήπως φαρισαίος (κατά το ελυτικό δίλημμα…);

Τον Οκτώβριο του 1923, την εποχή που εξετάζουμε, ο βενιζελισμός βρισκόταν στο απόγειο της κυριαρχίας του, με ακέφαλη – κυριολεκτικά – την αντιπολίτευση (βλ. Δίκη και εκτέλεση των Έξι)! Απλούστατα το θέμα του βιβλίου απαιτούσε λεπτό χειρισμό, καθώς έξυνε ανοιχτές ακόμα πληγές, και πολλοί δεν θα ήθελαν να εκτεθούν επώνυμα στο Πανελλήνιο γι’ αυτή τη σκοτεινή και πονεμένη σελίδα της ζωής τους… Γι’ αυτό κι ο συντάκτης επέλεξε να αναφέρει τους επιζήσαντες μόνο με τα αρχικά τους, ενώ επώνυμα μόνο τους νεκρούς. Το ίδιο επιφύλαξε φυσικά και για τον εαυτό του. Την ίδια πρακτική ακολουθεί, ένα χρόνο μετά, και ο Ασημάκης στο δικό του βιβλίο, με τη διαφορά ότι αυτός επέλεξε να το προσυπογράψει επώνυμα. Όσον αφορά τώρα τον Αυγέρη, που είχε υποτίθεται τη λογοτεχνική επιμέλεια, τι πιθανό λόγο είχε να μείνει ανώνυμος; Η άρνησή του τότε, το 1923, δεν μπορεί να «…συνδέεται με τη μεταγενέστερη αλλαγή της πολιτικής του τοποθέτησης», όπως γράφει ο εισηγητής στη σελ. 13, καθώς ο άνθρωπος δεν είχε γίνει ακόμα μαρξιστής!

Ο Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Luigi Pirandello.

4ον Αναφορικά με τις προφορικές μαρτυρίες και διαβεβαιώσεις από το περιβάλλον του Αυγέρη, τα διάφορα “σου ’πα – μου ’πες”, αλλά και κάποιες ασυνήθιστες κοινές εκφράσεις μεταξύ Αυγέρη και Β.Κ., ασφαλώς και δεν αποτελούν ατράνταχτα ιστορικά ή φιλολογικά τεκμήρια. Παρά ταύτα, αν η ρεβιζιονιστική αυτή εισαγωγή είχε περιοριστεί στα παραπάνω, ίσως να ήταν σε καλύτερη μοίρα. Στο κάτω-κάτω θα συγχωρείτο υπό το θεατρικό δόγμα του Luigi Pirandello: «Έτσι είναι, αφού έτσι νομίζετε».

Η προσπάθεια όμως του εισηγητή να τα ενισχύσει με πιο αντικειμενικής μορφής τεκμήρια, χαντάκωσε το όλο εγχείρημα. Η πλειοψηφία των καταξιωμένων “επαγγελματιών” ιστορικών ίσως να συνοδοιπορεί on face value και να επικροτεί το καθετί “πιασάρικο”, αλλά υπάρχουν και αυτοί εκτός του “mainstream” αφηγήματος που το πάθος τους για την Αλήθεια τους οδηγεί σε κοπιαστική εμβάθυνση στις ουσιώδεις λεπτομέρειες.

5ον Tα περί γλωσσικών αρετών «… που παραπέμπουν σε τεχνίτη ασκημένο στο γραπτό λόγο», όπως τονίζεται υποκριτικά στη σελ. 11, αποτελούν λογοτεχνικό ελιτισμό και συνιστούν οίηση, κατά κόσμον “δηθενιά. Είναι σαν να μας λέει, δηλαδή, ότι το βιβλίο αυτό δεν μπορεί να το έγραψε ένας ταπεινός στρατιωτικός, ένας τυχαίος “καραβανάς”… Αν όμως διαβάσει κανείς τα βιβλία των δύο αιχμαλώτων λοχαγών, του Βασίλη Ασημάκη και του Β.Κ., με δυσκολία θα τα ξεχωρίσει με βάση τα γλωσσικά χαρακτηριστικά (πολλές φορές πρέπει να γυρίσεις στο εξώφυλλο για να δεις ποιο διαβάζεις). Αν από συγγραφικής πλευράς το δεύτερο βιβλίο έχει υποστεί κάποια λογοτεχνική πατίνα του Μάρκου Αυγέρη, αυτή είναι είναι εξαιρετικά διακριτική έως και δυσδιάκριτη, κατά τη γνώμη μου.

Όπως και να χει, αν παρ’ όλα αυτά, αυτή η αδέξια, -αν μη τι άλλο- λογοτεχνική “αιχμαλωσία” του βιβλίου του αεροπόρου λοχαγού Β.Κ., ήταν το απαραίτητο κίνητρο για να επανεκδοθεί και να διαβαστεί από μερικές χιλιάδες σύγχρονους αναγνώστες, τότε χαλάλι τους, δεν πειράζει… Κι αν μάλιστα η υπό εξέταση εισαγωγή ξέφευγε από τους αριστερο-διανοουμενίστικους βερμπαλισμούς και καθοδηγούσε τη ματιά του υποψήφιου αναγνώστη στην ουσία του βιβλίου – στη γενεσιουργό του αιτία – που δεν είναι άλλη από την δημοσιοποίηση και καταγγελία του πρωτοφανούς ολοκαυτώματος των Ελλήνων αιχμαλώτων στη Μικρά Ασία, τότε θα ήταν ακόμη πιο συγχωρήσιμος ο αναθεωρητισμός της.

Στο κάτω-κάτω της γραφής, μιλάμε για ένα εξαιρετικό ντοκουμέντο, όποιος κι αν είναι ο συγγραφέας του τελικά! Αξίζει να το αναζητήσει και να το αποκτήσει όποιος ενδιαφέρεται για τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας. Αγνοείστε, αν θέλετε, την προβληματική εισαγωγή και επικεντρωθείτε στην ουσία και τη σοκαριστική του αλήθεια. Όπως ανέφερα και στην πρώτη ανάρτηση της ιστορικής στήλης, η Ιστορία η ίδια αποδεικνύει ότι οι χειρότεροι δήμιοι αιχμαλώτων πολέμου δεν υπήρξαν οι Ιαπώνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά οι Τούρκοι κεμαλιστές, τρομοκράτες εφάμιλλοι σε βιαιότητα του σύγχρονου ISIS, αλλά σε ευρύτερη γεωγραφική και πληθυσμιακή κλίμακα.

Ο Fridtjof Nansen σε φωτογράφιση πριν από εξερευνητική αποστολή.

Αναρωτιέμαι πολλές φορές με αφέλεια και ίσως ρομαντισμό (για τις δυνάμεις του επαγγέλματός μου) αν όλα αυτά τα ευαγή ιδρύματα μείζονος περισυλλογής και ελάσσονος μικρο-ελλαδισμού θα μπορούσαν να κάνουν μια συγκεντρωτική έκδοση όλων των τεκμηρίων και μαρτυριών που υπάρχουν εκεί έξω για το θέμα.

Πρώτη και καλύτερη θα πρέπει να είναι η έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που τελούσε υπό την άμεση εποπτεία του γνωστού Νορβηγού επιστήμονα, εξευρενητή και διπλωμάτη Fridtjof Nansen (1861-1930). Ας σταλεί παντού και προπαντός στον ΟΗΕ, ώστε να διεκδικηθεί οριστικά η αναγνώριση και ο καθολικός σεβασμός ενός εθνικού και συλλογικού τραύματος που παραμένει ανοιχτό έναν ολόκληρο αιώνα.

Όπως ανέφερα και παλαιότερα για το ζήτημα: γιατί οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, και όχι κι εμείς; Μόνο τότε, από θέση ειλικρίνειας και σεβασμού, υπάρχει περίπτωση να οικοδομηθεί τελεσφόρος φιλία με τον γείτονα που η μοίρα μας έχει επιδικάσει να συνυπάρχουμε δίπλα και μαζί. (Διαφορετικά, θα μείνουμε αενάως στις δουλοπρεπείς επισκέψεις του εκάστοτε Έλληνα χαρτογιακά στον πολυχρονεμένο και “δημοκρατικό” σουλτάνο και θα κλείνουμε τη λεωφόρο Βουλιαγμένης όταν θέλει να μας βιζιτάρει αυτός.)

“Έχω μα ένα όνειρο…”,
CoolHandMax