Στις 30 Νοεμβρίου 1993, ο μεγιστάνας του κινηματογράφου Στήβεν Σπήλμπεργκ έβγαλε στις αίθουσες της Ουάσινγκτον και προοδευτικά ολόκληρου του πλανήτη το pièce de résistance του (για τα εθνοθρησκευτικά του συμφέροντα), την Λίστα του Σίντλερ (Schindler’s List), για έναν Γερμανό βιομήχανο που ανακαλύπτει την βαναυσότητα των στρατοπέδων εργασίας και επιχειρεί να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερους Εβραίους αιχμαλώτους στην φάμπρικά του ώστε να τους προστατέψει από τις περαιτέρω φρικαλεότητες του ολοκαυτώματος.
Πέρα από ορισμένες μάλλον δίκαιες και καλοπροαίρετες κριτικές ορισμένων συναδέλφων του (π.χ. Πωλ Βερχόβεν και Τέρρυ Γκίλιαμ), ήταν η ταινία που καθολικά εξύψωσε τον ήδη εμπορικά επιτυχημένο σκηνοθέτη στη στρατόσφαιρα του Αμερικανικού κινηματογράφου. Έκανε επίσης όμως και κάτι πιο βαθύ, πιο σημαντικό: έδωσε μια καθηλωτική οπτικοακουστική υπενθύμιση προς και για όλο τον κόσμο ότι ο λαός του Ισραήλ δεν θα αφήσει ποτέ κανέναν να ξεχάσει το έγκλημα και το θανατικό. Το συλλογικό τραύμα ενός ιδιαίτερου “θρησκευτικού έθνους” είχε ολοκληρώσει την περίπου πεντηκονταετή του πορεία να γίνει, καλώς ή κακώς, συλλογικό τραύμα ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Γιατί αυτή η εισαγωγή; Δεν είμαστε εξάλλου στην κινηματογραφική στήλη. Σωστή παρατήρηση… Ζούμε όμως στην αέναη θεατρική επιθεώρηση που λέγεται “Ελλάδα”, τη χώρα που τα δικά της συλλογικά τραύματα είτε αεροβαπτίζονται ως “θρίαμβοι” είτε θάπτονται σιωπηλώς (αλλά μπροστά σε πολλά αμέτοχα μάτια) στο όνομα της “προόδου”, της “ενότητας των λαών” και άλλων φαιδροτήτων. Δεν θα μπορούσα να καλύψω όλο το φάσμα και όλες τις πτυχές της τραγωδίας του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού σε μία ανάρτηση. Αυτό θα πάρει χρόνο, κόπο, έρευνα και επίπονη ενδοσκόπηση, καθώς επηρεάζει και αφορά προσωπικά εμένα και τις ρίζες μου.
Η αλήθεια, όμως, και η ιστορική νηφαλιότητα υπάρχει πέρα και πάνω από τις προσωπικές απόψεις, συναισθήματα και προκαταλήψεις – και οφείλουμε να την κυνηγήσουμε. Το θεόσταλτο θαύμα της ανθρώπινης λογικής (μαζί με τα ανθρώπινα θαύματα της τυπογραφίας και της τεχνολογίας) μας έχει δώσει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να ερευνήσουμε από μόνοι μας (όχι μόνο εγώ ως “επαγγελματίας” ιστορικός) τα πραγματικά δεδομένα της Ιστορίας. Εκεί που θα εστιάσω σήμερα είναι στην “παράπλευρη απώλεια”, την ξεχασμένη πτυχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922) και Καταστροφής (Σεπτέμβριος 1922): το Ολοκαύτωμα του Ελληνικού Στρατού. Ας ξεκινήσουμε την πικρή ανασκόπηση:
Στο βιβλίο του Από την αιχμαλωσία (το οποίο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση αποδόθηκε κατόπιν εορτής στον μαρξιστή συγγραφέα Μάρκο Αυγέρη – το όλο περιστατικό θα αποτελέσει 100% θέμα ξεχωριστής ανάλυσης και αντι-τεκμηρίωσης στο προσεχές μέλλον) ο ανώνυμος Λοχαγός Β.Κ. γράφει, στην σελίδα 242:
Σύμφωνα με τουρκικές πληροφορίες, στις 5 Οκτωβρίου [του 1922], αναφέρονταν στα χέρια των αρχών 2.050 αξιωματικοί – απ’ αυτούς 250 ανώτεροι και 4 στρατηγοί – και 32.000 στρατιώτες. Κατά τους ελληνικούς υπολογισμούς, πρέπει να βρίσκονται αιχμάλωτοι στα χέρια των τουρκικών αρχών 2.251 αξιωματικοί και 50.000 περίπου στρατιώτες. Ωστόσο, οι Τούρκοι δίνουν πίσω μόνον 740 αξιωματικούς και περίπου 13.000 στρατιώτες˙ όλους τους άλλους τους έφαγε το σκοτάδι.
Πολυάριθμες μαρτυρίες για τα εγκλήματα που έκαναν οι Τούρκοι στους αιχμαλώτους μάζεψε μια διεθνής επιτροπή που εδρεύει στην Αθήνα.
Ανεξάρτητα από το ποια από τις δύο εκτιμήσεις είναι η πιο ακριβής, μιλάμε για την εξόντωση πάνω από το 60% (!) των αιχμαλώτων… Και γι’ αυτό το θέμα δεν μιλάει πια κανείς Έλλην πολιτικός, στρατιωτικός, δημοσιογράφος ή -αλίμονο!- ιστορικός, ενώ συγκριτικά η a la carte παγκόσμια κατακραυγή οδήγησε δεκάδες Ιάπωνες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην κρεμάλα σαν εγκληματίες πολέμου επειδή εξόντωσαν “μόλις“ το 37% των αιχμαλώτων τους (επακολούθησαν φυσικά και δεκάδες βιβλία, ντοκιμαντέρ και ταινίες για τη ζωή των αιχμαλώτων της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας)…
Στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, σε σχετική συζήτηση στις 24 Ιουνίου 1924, ο Μικρασιάτης Βουλευτής της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Βασιλάκης (sic) Αρτεμιάδης, αναφέρει:
«…Είχον την τιμήν να ανακοινώσω και άλλοτε εις την Συνέλευσιν, ότι εκ των 50.000 στρατιωτών, οι οποίοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, απεδόθησαν εις ημάς μόνο 13.000, και εκ των 2.700 αξιωματικών μόνον 720, και εκ των 270.000 πολιτικών ομήρων απεδόθησαν εις ημάς μόλις 8.000. Και αυτό δε το Τουρκικό Στρατηγείον δι’ ανακοινωθέντος του ομολογεί τον εξοντωτικόν πυρετόν, ο οποίος είχε καταλάβει τον τουρκικόν όχλον, και ομολογεί ότι τας πρώτας ημέρας δεν ηδύνατο τῳ όντι να αντιμετωπίσῃ την οργήν του τουρκικού όχλου. Και συνέβησαν βιαιοπραγίαι εις βάρος των Ελλήνων στρατιωτών πρωτοφανείς και ανήκουστοι…
»… Εις την πόλιν της Μαγνησίας, επιτροπή Τούρκων κρεοπωλών παρουσιάσθη προ του Διοικητού του Τάγματος Αιχμαλώτων και εζήτησε σφάγια. Και εδόθησαν εις την επιτροπήν ταύτην αιχμάλωτοι στρατιώται. Και αφού κατεσφάγησαν, το κρέας αυτών επωλήθη ως βορά ζώων. Κάτωθι της καταθέσεως ταύτης προσυπογράφει ο κ. Βάντερ Φράην, αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Η σπουδαιοτέρα σφαγή διεπράχθη πάλιν εν Μαγνησία εις μίαν χαράδραν, μάλιστα υπό το όνομα Κιρτίκ Δερέ. Εντός μιάς ημέρας δια μυδραλλιοβόλων εφονεύθησαν 3.000 στρατιώται. Αφ’ ετέρου, το 23ο Τάγμα Αιχμαλώτων εξοντώθη κατά τρόπον περίεργον. Συνετρίβησαν δηλαδή αι κεφαλαί των στρατιωτών δια λίθων. Υπάρχουν δε αιχμάλωτοι επανακάμψαντες, οι οποίοι εξαναγκάσθησαν υπό των διοικητών των ταγμάτων να εξασκούν έργον δημίου…
»… Στρατιώται καταγόμενοι εκ Παλαιάς Ελλάδος κατεσκεύαζον στρατιωτικούς σιδηροδρόμους εκ Σεβαστείας προς Καύκασον. Και ο αριθμός αυτός κατά πληροφορίας, τας οποίας ηρύσθημεν εκ θετικών πηγών, ανέρχεται εις 3.000…».
Στο φύλλο της εφημερίδας ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 15ης Σεπτεμβρίου 2013, σε ειδικό ένθετο αφιέρωμα για τη Μικρασιατική Καταστροφή, δημοσιεύεται, μεταξύ άλλων, και το άρθρο του κ. Βλάση Αγτζίδη, Διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας και Μαθηματικού, με τίτλο “Εμπόριο οστών – Όταν οι κεμαλιστές θησαύριζαν από λείψανα θυμάτων”. Το παραθέτω αυτούσιο προς την κρίση σας:
Μπορούν τα υπολείμματα των θυμάτων να αποτελέσουν πηγή πλουτισμού για τους θύτες; Από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε η φήμη ότι το λίπος των θυμάτων μετατρεπόταν σε σαπούνι. Η φήμη αυτή έγινε πίστη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν διαδόθηκε ότι οι Γερμανοί έπρατταν έτσι με τους δολοφονημένους Εβραίους στα κρεματόρια. Όμως ένας Εβραίος σκηνοθέτης, ο Εϊγιάλ Μπαλάς, ήρθε φέτος με την ταινία του “Soaps” να αποδείξει ότι όντως αυτή ήταν απλώς μια φήμη, ένα “σπασμένο τηλέφωνο”. Ο Ραούλ Χίλμπεργκ σε κείμενό του για τη “βιομηχανία της εξόντωσης” αναφέρει ότι οι Ναζί χρησιμοποιούσαν το ανθρώπινο λίπος απλώς για να επιταχύνουν τη διαδικασία της καύσης των θυμάτων.
Έτσι, οι Κεμαλιστές διατηρούν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι μόνοι που κατάφεραν να αξιοποιήσουν οικονομικά τα υπολείμματα των θυμάτων τους, πουλώντας τα οστά τους για “βιομηχανική χρήση” στους Δυτικούς τους φίλους. Η πλέον γνωστή τέτοια πράξη έγινε το Δεκέμβριο του 1924, όταν φορτώθηκαν από τα Μουδανιά, σε βρετανικό πλοίο-φορτηγό που έφερε το όνομα ΖΑΝ Μ.[*], 400 τόνοι ανθρώπινα λείψανα, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπους, για να μεταφερθούν σε γαλλικές βιομηχανίες της Μασσαλίας.
Οι ιθύνουσες γαλλικές ελίτ, πολιτικές και οικονομικές, που στήριξαν με κάθε τρόπο το κεμαλικό εγχείρημα δημιουργίας έθνους-κράτους καθαρού από τα “καρκινώματα” (όπως αποκαλούσαν οι Νεότουρκοι σύντροφοί του τούς Έλληνες και τους Αρμένιους) δεν είχαν κανένα απολύτως ηθικό πρόβλημα να αγοράσουν τα οστά των θυμάτων για “βιομηχανική χρήση”.
Το θέμα φαίνεται ότι έγινε γνωστό και προκάλεσε έκπληξη σε κάποιους κύκλους. Η εφημερίδα “NEW YORK TIMES“, τον Δεκέμβριο του 1924 [στο φύλλο της 23ης Δεκεμβρίου], και με τίτλο “Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά” [“Yarn of a cargo of human bones”], παρουσιάζει την είδηση: «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία που οφείλεται στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται ΖΑΝ Μ., και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιοτεχνίες. Λέγεται, ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία. Εν όψει της φήμης που κυκλοφορεί αναμένεται να διαταχθεί έρευνα».
Για το ίδιο θέμα η γαλλική εφημερίδα “MIDI“ [στο φύλλο της 24ης Δεκεμβρίου 1924], έχει τίτλο τη φράση “Πένθιμο φορτίο”, και γράφει: «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων ΖΑΝ Μ., που μεταφέρει για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα. Αυτά προέρχονται από τα στρατόπεδα της αρμενικής σφαγής στην Τουρκία και τη Μικρά Ασία κυρίως».
Το θέμα αυτό πρέπει να έγινε γνωστό και στην Ελλάδα. Η εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” ενημερώνει τους αναγνώστες της, ότι το πλοίο ΖΑΝ Μ. έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 13 Δεκεμβρίου του 1924. Όμως δεν αναφέρεται το “πένθιμο φορτίο”[**]. Πιθανότατα για λόγους τακτικής, οι αντιπρόσωποι του πλοίου να αποσιώπησαν το γεγονός, εφ’ όσον εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη από τους επιζώντες της Γενοκτονίας, και είναι πολύ πιθανόν αρκετοί να είχαν χάσει προσφιλή πρόσωπα. Είναι πολύ πιθανόν, επίσης, οι ελληνικές αρχές να το γνώριζαν και να επέλεξαν να σιωπήσουν, για να μη δυσαρεστήσουν τους Βρετανούς ιδιοκτήτες του πλοίου και τους Γάλλους αγοραστές.
Παρ’ όλα αυτά, οι εργάτες στο λιμάνι πληροφορήθηκαν το γεγονός. Ο Χρ. Αγγελομάτης στο βιβλίο του “Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας” [στη σελ.379], αναφέρει ότι οι εργάτες στο λιμάνι αντέδρασαν, αλλά οι αρχές τούς εμπόδισαν ύστερα από βρετανική παρέμβαση. Γράφει ότι σε αθηναϊκές εφημερίδες η είδηση δημοσιεύθηκε ως εξής: «Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον ΖΑΝ Μ. μετέφερε 400 τόνους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύσῃ. Επενέβη όμως ο Άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους»[***].
Ο Αγγελομάτης συμπληρώνει: «Ήσαν τα οστά Ελλήνων ηρώων… Ήσαν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερώτερον ήτο το στρατόπεδο του Ουσάκ».
Και τώρα μερικές υποσημειώσεις για το άκρως κατατοπιστικό αυτό άρθρο:
[*] Η περίπτωση του αγγλικού πλοίου ΖΑΝ Μ. προφανώς δεν θα ήταν η μόνη. Σίγουρα θα υπήρξαν κι άλλα που διέλαθαν της δημοσιότητας.
[**] Για την ακρίβεια, στη σελίδα 2 του φύλλου της Κυριακής 14ης Δεκεμβρίου 1924, αναφέρεται τυπικά ο απόπλους του πλοίου ΖΑΝ Μ. την προηγούμενη μέρα για Βόλο και Μασσαλία, χωρίς άλλη νύξη για το θέμα. Αλλά και στο επόμενο δεκαπενθήμερο, όπου ερευνήσαμε με τον πατέρα μου, η εφημερίδα τηρεί “σιγήν ιχθύος”. Η ειρωνεία είναι, πως στη σελίδα 2 του φύλλου της Παρασκευής 12ης Δεκεμβρίου, υπάρχει καταχωρημένη η εξής διαφήμιση:
ΑΓΓΛΙΚΗ ΑΤΜΟΠΛΟΪΑ ΟΥΤΖΙΣΟΝ
“Το υπό Αγγλικήν σημαίαν χωρητικότητος 3.000 τόνων, νεότευκτον, μεγάλης ταχύτητος και πολυτελέστατον θαλαμηγόν ατμόπλοιον ΖΑΝ Μ., αναχωρεί του λιμένος μας την 12ην τρέχοντος ημέραν Παρασκευήν και ώραν 6 μ.μ. διά ΠΕΙΡΑΙΑ – ΜΑΣΣΑΛΙΑΝ, δεχόμενον εμπορεύματα και επιβάτας. Ωσαύτως γίνονται δεκτά εμπορεύματα δι’ όλους τους λιμένας με άμεσον μεταφόρτωσιν εις Πειραιά. Εκ του Πρακτορείου Ιωάννου Δενδρινού, Κουντουριώτου 19, Τηλέφωνον 1152.”
[***] Στη σελίδα 3 του φύλλου της εφημερίδας “ΕΜΠΡΟΣ” της Κυριακής 14ης Δεκεμβρίου 1924, αναγράφονται τα εξής απίστευτα και εξόχως εξευτελιστικά για το Ελληνικό Κράτος:
ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ Μ. ΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ
ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΛΙΜΕΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
“ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 13 Δεκεμβρίου. – Απέπλευσεν απόψε το αγγλικόν ατμόπλοιον ΖΑΝ Μ., προερχόμενον εκ Κων/πόλεως με φορτίον 400 τόννων οστών εκ Μουδανιών. Οι 200 τόννοι ανήκουν εις θύματα της Μικρασίας. Τα οστά μεταφέρονται εις Μασσαλίαν δια βιομηχανικούς σκοπούς. Οι ναύται και εργάται θαλάσσης πληροφορηθέντες περί του περιεχομένου φορτίου ηθέλησαν να εμποδίσουν τον απόπλουν. Μετέβη όμως εις τον λιμένα ο Άγγλος πρόξενος και τῃ επεμβάσει των αρχών επετεύχθη αργά την νύκτα ο απόπλους”.
Οι αριθμοί, οι στατιστικές, οι πολλαπλές και ποικίλες, άμεσες και έμμεσες διασταυρωθείσες πηγές, το φωτογραφικό υλικό, οι μαρτυρίες… τα γεγονότα απλούστατα μιλούν από μόνα τους. Αυτό όμως που έχει εξίσου βαρύνουσα και ταυτόχρονα κωμικοτραγική σημασία είναι το ότι στο όνομα μιας ατελέσφορης ελληνοτουρκικής φιλίας, απ’ την εποχή της τελευταίας διακυβέρνησης τού Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932) και εντεύθεν (μέχρι τις ημέρες μας), έχει κυριολεκτικά πνιγεί και θαφτεί στη λήθη το Ολοκαύτωμα του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού (όταν μάλιστα το παράλληλο έγκλημα του Κεμαλισμού, η γενοκτονία των Αρμενίων, έχει σιγά-σιγά αποκτήσει ένα διεθνές βήμα και μια ενημερωτική εγρήγορση γύρω του λόγω του ισχυρού αρμενικού λόμπυ στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γαλλία), αλλά και αυτό των αιχμαλώτων του Ελληνικού Στρατού, στα δεδομένα του οποίου έστρεψα σήμερα τον προβολέα της ιστορικής στήλης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι καθιερωθείσες (σχετικά πρόσφατα και μόνο για “εσωτερική κατανάλωση”) από το Ελληνικό Κράτος Ημέρες Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού (19η Μαΐου) και του Μικρασιατικού Ελληνισμού (14η Σεπτεμβρίου), καταφέρνουν να προκαλούν περαιτέρω αμηχανία έως και δικαιολογημένη οργή. Κι αυτό διότι σύμφωνα με τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα του 1994 και του 1998, αντίστοιχα, προβλέπουν σημαιοστολισμό και φωταγώγηση των δημοσίων κτιρίων, των πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και ούτω καθεξής, λες και πρόκειται δηλαδή για χαρμόσυνα γεγονότα…
Κάποιος έπρεπε να υπενθυμίσει στους “υπευθύνους”, ότι για τέτοιες θλιβερές επετείους προβλέπονται μέτρα Μεγάλου Πένθους – όπως αυτά που τηρούνται την Μεγάλη Παρασκευή – δηλαδή, οι σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες, τα στρατιωτικά όπλα να φέρονται υπό μάλης, οι καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν πένθιμα, κ.λπ.. Παρά το γεγονός ότι το σφάλμα έγινε άμεσα αντιληπτό από πολλούς κρατικούς λειτουργούς και παρά μέχρι και τις γραπτές νύξεις για το θέμα προς την Προεδρία της Δημοκρατίας (έστω και Προέδρου μεταγενέστερου από εκείνον που είχε την ευθύνη της υπογραφής), απάντηση δεν δόθηκε ποτέ και ουδείς είχε την ευθυκρισία και το φιλότιμο να διορθώσει αυτή την απύθμενη, βλακώδη και πρωτοφανή ασέβεια.
Για να επιστρέψω στην εναρκτήρια παράγραφο, οφείλω να παραδεχθώ ότι αποδέχομαι, αν όχι και ζηλεύω βαθιά, τον αυτοσχέδιο σωβινισμό των Εβραίων που προβάλλουν και υπενθυμίζουν διαρκώς την δική τους γενοκτονία από τους Γερμανούς (ο διαχωρισμός του Ναζισμού από το έθνος-κράτος που τον γέννησε είναι, το λιγότερο, ιστορικά οξύμωρος– λες και η ιδεολογία και οι φορείς της ήρθαν από το διάστημα και έφυγαν με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο και χωρίς νοοτροπιακά υπολείμματα).
Η επιτυχής καθυποβολή στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης του Δυτικού κόσμου ότι ο αντισημιτισμός είναι η ανώτατη βαθμίδα του ρατσιστικού μίσους και ρητορικής, έρχεται σε πικρή αντιπαραβολή με την δειλή και ανιστορική στάση της νεοελληνικής ακαδημαϊκής διανόησης απέναντι στην δική μας εθνική τραγωδία στα χέρια των Τούρκων, αλλά και με το πώς αυτή η “ιντελιγκέντσια” έχει επιλέξει να παρουσιάζει το θέμα προς τον απλό κόσμο (μέσω των σχολικών βιβλίων, ψευδοφιλοσοφικών εκπομπών και συνεντεύξεων στην κρατική τηλεόραση, κ.ο.κ), αλλά και προς τα πνευματικά κέντρα του εξωτερικού.
Χαρακτηριστικό αυτής της “προοδευτικής πρεμούρας” που διατρέχει αυτή την κλειστή επιλεγμένη κάστα ανθρώπων είναι το γεγονός ότι στα τέσσερα χρόνια της προσωπικής μου θητείας στο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, υπήρξαν ουκ ολίγες οι φορές που αναγκάστηκα να προβώ σε διορθωτικές παρατηρήσεις και σουρεαλιστικούς διαξιφισμούς μέσα στο αμφιθέατρο με καθηγητές μου, από όλα τα κομματο-ιδεολογικά “μετερίζια”, ακόμη και αναρμόδιους να μιλήσουν για το θέμα και την ιστορική περίοδο (π.χ. καθηγήτρια Παιδαγωγικών) σχετικά με τα γεγονότα του Μικρασιατικού δράματος. Από τον υπαρξιακό τους φόβο να μην κατηγορηθούν δήθεν για “εθνικισμό”, “ρατσισμό” ή “προβληματικές απόψεις” , ορκισμένοι επιστήμονες κατέφευγαν σε τραγελαφικές δηλώσεις “ίσων αποστάσεων” και σε εξοργιστικά δείγματα ηθικού ρελατιβισμού (της σχετικότητας, δηλαδή, άλλοτε καθολικά αποδεκτών ηθικών μέτρων και σταθμών), ξεστομίζοντας γελοιότητες όπως «…ε, κι εμείς τους σφάξαμε…», «…εμείς είχαμε εισβάλει στην πατρίδα τους…» κ.λπ..
Εξισώνουν, με άλλα λόγια, τη συστηματική εξόντωση και τον οριστικό και αμετάκλητο ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων με κάποια μεμονωμένα περιστατικά βίας (έκτροπα Ελλήνων στρατιωτών), τα οποία όχι μόνο είναι αναμενόμενα και αδύνατα να αποφευχθούν εν καιρώ πολέμου, αλλά και τα οποία κατά πλειοψηφία τιμωρήθηκαν από τις μονάδες του Ελληνικού Στρατού, του ίδιου στρατού που πέρασε όλους τους μήνες της θανάσιμης αιχμαλωσίας που παρουσίασαν οι πηγές στην αρχή του άρθρου. Απ’ την άλλη, (γιατί τα σοφίσματα των “εγκρίτων” καθηγητών δεν είναι μόνο ηθικά ανυπόστατα, αλλά και ιστορικά/χρονολογικά) αγνοούν επιδεικτικά ότι η γενοκτονία είχε ήδη αρχίσει το 1914 και έδωσε το ηθικό έρεισμα για την επέμβαση του Ελληνικού Στρατού το 1919 ως ειρηνευτικής δύναμης στην περιοχή με εντολή των συμμάχων της Αντάντ.
Επιτομή του παραλογισμού και της αμετροέπειας της λούμπεν (για τον ορισμό βλ. το άρθρο “Ανικανοκρατία: είναι εδώ!“) νεοελληνικής διανόησης (και του πώς αυτή διαχέεται στην κοινωνία και την καθημερινότητά μας) είναι το κωμικοτραγικό γεγονός ότι πρόσφατα, το 2015 για την ακρίβεια, στη Θεσσαλονίκη οι τοπικοί άρχοντες έριζαν αν θα ονομάσουν κεντρικό δρόμο της πόλης προς τιμήν του Μουσταφά Κεμάλ “Ατατούρκ”! Μπροστά στον εφήμερο ωφελιμισμό προσέλκυσης Τούρκων τουριστών και εν ονόματι μιας πλαστής “προοδευτικότητας” οι Έλληνες είναι διατεθειμένοι να λησμονήσουν τα πάντα… Για να είμαι, όμως, ιστορικά ακριβοδίκαιος, για το συγκεκριμένο θέμα δεν πρωτοτύπησε ο νυν Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, καθώς η επίδοξη ονοματοδοσία αυτή έχει τις ρίζες της βαθιά στο παρελθόν.
Ο πρωθυπουργός (δικτάτωρ) Ιωάννης Μεταξάς, από τις πλέον πολυσχιδείς πλην αμφιλεγόμενες μορφές της Νεοελληνικής Ιστορίας, με αφορμή το θάνατο του Κεμάλ το 1938 και στα πλαίσια του κλίματος της ελληνοτουρκικής φιλίας – την οποία υποδαύλιζαν οι Βρετανοί και που είχε εγκαινιάσει ο άσπονδος αντίπαλός του, Ελευθέριος Βενιζέλος – έδωσε εντολή να μετονομασθεί η οδός Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ.
Την ίδια περίοδο, το Ελληνικό Δημόσιο αγόρασε από κάποιον ιδιώτη το σπίτι όπου, υποτίθεται, γεννήθηκε ο Κεμάλ, και το χάρισε στο Τουρκικό Κράτος (στο κτίριο αυτό σήμερα στεγάζεται το Τουρκικό Προξενείο Θεσσαλονίκης).Τη συγκεκριμένη μετονομασία ανέχτηκαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις μέχρι το μοιραίο έτος 1955, οπότε η “οδός Κεμάλ Ατατούρκ” ξαναπήρε το παλιό της όνομα μετά τα “Σεπτεμβριανά”, δηλαδή τους άγριους διωγμούς εναντίον της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (διώξεις που προηγήθηκαν εκείνων του 1964 που αποτυπώνονται και στην ταινία του Τάσου Μπουλμέτη “Πολίτικη Κουζίνα”, 2003).
Όμως, ούτε ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν αυτός που πρωτοτύπησε σε αυτό τον δουλοπρεπή και ξενοκίνητο ιστορικό αναθεωρητισμό… Ο πρώτος διδάξας της αμαρτίας υπήρξε ο εκλεκτός της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας των νεοτέρων δεκαετιών, Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, ο οποίος με επιστολή του τo 1934 προς την Σουηδική Ακαδημία, προτείνει ευθαρσώς τον Μουσταφά Κεμάλ για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης της επόμενης χρονιάς.
Το γράμμα αυτό αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο για να αναδείξει την “διπλωματική” και ηθική ευελιξία του εθνηγέτη, της πολιτικής αφέλειας και ευήθειας των Νεοελλήνων (περιττές να αναφερθούν η μυθοπλασία και μυθολατρεία γύρω από πολιτικές φιγούρες του παρελθόντος για να έχουμε κάτι να αντιπαραβάλλουμε στη διαφθορά και τη σήψη του παρόντος), αλλά κυρίως της αξιοπιστίας των προβεβλημένων ιστοριογράφων που “διακονούν” τη σχετική επιστήμη και την έχουν απομακρύνει τόσο από την αλήθεια, όσο και από το εθνικό/λαϊκό ενδιαφέρον και συμφέρον. [Όπου βλέπετε το λατινικό “sic” (που σημαίνει έτσι), αυτό τοποθετείται εκεί για να υπερτονίσει ότι μεταφέρονται τα ακριβή λόγια του συντάκτη του γράμματος και το πόσο παράλογα αυτά ακούγονται υπό το πρίσμα των αληθινών γεγονότων…). Λευτέρη, μπαίνεις :
«Αθήνα, 12 Ιανουαρίου 1934
Κύριε Πρόεδρε,
Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι’ αυτούς ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.
Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.
Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των αντιπάλων του [sic!], έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση αστάθειας και μισαλλοδοξίας.
Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική. Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο ενέργεια και ζωή [sic!].
Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.
Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας τη σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες, έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή [sic!].
Είμαστε εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας είχαν φέρει σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία οι πρώτοι που είχαμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα αυτή, διάδοχο της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [sic!].
Από την επόμενη μέρα της Μικρασιατικής Kαταστροφής, διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος, της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια [sic!].
Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά, τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή. Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά.
Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη [sic!].
Με βαθύτατη εκτίμηση,
Ε. Κ. Βενιζέλος»
Θα έμπαινα στο φιλοσοφικό πειρασμό να αναλύσω και να καταρρίψω κάθε πρόταση και λογική/ιστορική ανακολουθία του κειμένου αυτού (διαθέσιμο προς μελέτη στο αρχείο του Εθνικού Ιδρύματος Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος), αλλά προτιμώ να δώσω στον καθένα και την καθεμία την ευκαιρία να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Εν κατακλείδι, αυτό που μένει είναι να απονείμω μπράβο και συγχαρητήρια στους Εβραίους και στους Αρμενίους για την επιμονή, την ώριμη επαγρύπνηση και την ομοψυχία τους για τις ιστορικές τους πληγές. Όσο για εμάς, λαό και Κολωνάκι, Δελφινάριο και Μέγαρο Μουσικής ισότιμα; “Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι“… Είμαστε άξιοι όχι μόνο της επερχόμενης μοίρας μας ως έθνος-κράτος, αλλά και της οριστικής λήθης μας από την Ιστορία – εμείς δεν βγάζουμε πια πληθωρικούς Σπήλμπεργκ, μόνο συμπλεγματικούς Γαβράδες και απολιτίκ Λανθίμους…
Ο νοών νοείτο και ούτω καθεξής,
CoolHandMax