[Συνέχεια από τρίτο μέρος.]
Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο γνωστός συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής του ρεμπέτικου τραγουδιού Γιάννης Παπαϊωάννου (Κίος Μικράς Ασίας 1914 – Πέραμα 1972).
ΙΣΤΟΡΙΑ 7η: ΤΖΙΤΖΙΦΙΕΣ, ΤΑ ΕΛΚΟΜΕΝΑ ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ, ΚΙ ΕΝΑ ΑΣΜΑ ΕΙΡΩΝΙΚΟ
«Ήρθε η ώρα που ορκιστήκανε και πήραν φύλλο πορείας όλοι για το Έμπεδο Αθηνών στου Γουδή. Είχε μπει για τα καλά το 1948. Με τρένο για το Ναύπλιο κι από κει με αρματαγωγό του Ναυτικού για τον Πειραιά. Να περάσουν οδικώς ή με τρένο την Κακιά Σκάλα1 δεν το ρίσκαραν… Έπεφταν συχνά-πυκνά βράχοι εκεί – κι όχι από μόνοι τους!
»Φτάσανε στον Πειραιά και φορτωθήκανε στα τζέιμς2. Βράδυ πια. Φώτα παντού… Μετά τη συσκοτισμένη Τρίπολη τόσους μήνες, του φάνηκε του παππού σου κάπως αταίριαστο. Παραφωνία…
» Ζυγώνοντας τις Τζιτζιφιές έπιασε θέση ακριανή για τσιγάρο.
»Τα κέντρα διασκέδασης ανοιχτά και φωταγωγημένα, απ΄έξω κούρσες αμερικάνικες μακρυμούρες – σαν αυτές τις γκανγκστερικές που βλέπουμε στα έργα, Τζέιμς Κάγκνεϋ και τα λοιπά. Πότε πρόλαβαν να περάσουν τον Ατλαντικό; Οι σωφέρ ανοίγανε τις πόρτες σε προγάστορες κυρίους και στις νεαρές συνοδούς τους με γουναρικά και κάλτσες νάυλον με τη γραμμή πίσω. Δεν έδειχναν όλοι αυτοί να έχουν περάσει Κατοχή… Μαυραγορίτες, φώναζε το πράμα από μακριά…
» Στις ταμπέλες των κέντρων διάβαζες ονόματα γνωστά… Κάπου το είχε πάρει το μάτι του ή τ’ αυτί του, ότι αυτούς τους είχαν εκτοπίσει: αριστεροί, κομμουνιστές… Τι έγινε; “Δηλωσούλα”3 και καθαρίσανε; Και τώρα διασκεδάζανε το “Κεφάλαιο” και μάλιστα το δοσιλογικό; Ελκόμενα ετερώνυμα…4 Mέσα απ’ του Παπαϊωάννου ακουγότανε άσμα σκωπτικό:
‘Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω τη ρεζέρβα θα τους πάρω. Μα εγώ πάντα βολεύομαι, γιατί τηνε σαλτάρω σε κάνα αμάξι Γερμανού, και πάντα τη ρεφάρω...’.
“Εκείνην την ώρα”, μου λέει και τα μάτια του γυάλιζαν, “πέρασαν αστραπή απ’ το μυαλό μου, η θεοσκότεινη Τρίπολη, ο Πέρδικας, οι καμμένοι χωροφύλακες, η δασκαλίτσα, οι ιστορίες για σφαγμένους φαντάρους, οι επιχειρήσεις στα βουνά που μας προόριζαν και που οι μισοί – το δίχως άλλο – θ’ αφήναμε τα κόκκαλά μας, κι η ειρωνεία του όλου σκηνικού μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι… Κι εκεί, για πρώτη φορά κατάλαβα, ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτόν τον κόσμο”, είπε και γύρισε να παραγγείλει δεύτερη μπυρίτσα, γιατί η πρώτη είχε πια ζεσταθεί…
» Μετά από πολλά χρόνια την κατάλαβα κι εγώ την ιστορία του… Ευτυχώς, τις κουβέντες τις σημαντικές τις μηρυκάζω χρόνια στο μυαλό μου, μέχρι να ‘ρθει η κατάλληλη ώρα για να πιάσουν τόπο…», έκλεισε με νόημα ο πατέρας μου.
1 Γνωστή απόκρημνη παράκτια περιοχή στις νοτιοανατολικές απολήξεις των Γερανείων ορέων, ανάμεσα στα Μέγαρα και την Κινέτα. “Σκειρωνίδες Πέτρες” κατά την αρχαιότητα, τόπος δράσης του ληστή Σκίρωνα, τον οποίο εξόντωσε ο μυθολογικός ήρωας Θησέας κατά την επάνοδό του στην Αθήνα.
2 Αμερικάνικα στρατιωτικά φορτηγά της GMC (General Motors Company), εξού και γνωστά ως “James“.
3 Δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού. Ήταν κείμενο που υπέγραφαν άτομα κατηγορούμενα για κομμουνιστική δραστηριότητα. Με την υπογραφή και δημοσιοποίησή της σταματούσε η εκ μέρους των κρατικών αρχών δίωξή τους, καθώς και η κράτηση σε φυλακές και τόπους εξορίας.
4 Ακούω καμιά φορά που τους εκθειάζουν όλους αυτούς στα Μ.Μ.Ε. σαν “ιερά τέρατα” της αντίστασης, της τέχνης και όχι μόνο, ενώ υπάρχουν επίσημα μέχρι σήμερα 5.346 (!!!) αγνοούμενοι του Ε.Σ., φανταράκια οι πιο πολλοί, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκτελέστηκαν από τους αντάρτες και κανείς δεν ξέρει πού κατέληξαν οι σωροί τους, μόνο και μόνο γιατί διέπραξαν το “έγκλημα” – λες και μπορούσαν αλλιώς – να πάνε να υπηρετήσουν αυτό το Κράτος… Ένα κράτος, που μόλις περάσουν τα δύσκολα, κάθε φορά σπεύδει και τιμά αφειδώς τους επίορκους, τους δοσίλογους και τους δηλωσίες…
*****
ΙΣΤΟΡΙΑ 8η: Η ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ, ΟΙ “ΑΠΡΙΛΙΑΝΟΙ”, ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ
«22 Απριλίου 1967, 7 η ώρα το πρωί, χτυπάει το κουδούνι! Δύο αστυφύλακες κι ένας αξιωματικός με πολιτικά περιμένουν στην πόρτα.
– “Ο κύριος Μαδωνής;”
– “Μάλιστα.” Δισταγμός…
– “Ο κύριος Γιάννης Μαδωνής;”
– “Μάλιστα.” Δισταγμός… Ίσως δεν του έβγαινε η ηλικία, η περιγραφή, ποιος ξέρει…
– “Γιάννης Μαδωνής του …….;”
– “ Όχι, του Αλεξίου…”. Απορία…
– “Στην Κατοχή εσείς δεν ήσασταν στον Ε.Λ.Α.Σ.1;”
» Και τότε ο παππούς σου ο αφελής πέφτει στη λούμπα και απαντάει: “Όχι στον Ε.Λ.Α.Σ., στην Ε.Π.Ο.Ν.2…”
»Λάμψανε τα μάτια του αστυνομικού και γυρίζοντας κάνει στους άλλους: “Να που θα τη βρούμε την άκρη…”
Χαμογέλασαν με νόημα και τα “όργανα”.
– “Ώστε στην Ε.Π.Ο.Ν. και μετά στο Βελουχιώτη…”
– “Όχι, μόνο στην Ε.Π.Ο.Ν. Χίου… Στην Αθήνα ήρθα το ’45 φοιτητής…” Μπερδέυτηκε πάλι ο αστυνομικός, και τότε βλέπει πάνω στη βιβλιοθήκη τις φωτογραφίες ενός στρατηγού κι ενός πλωτάρχη…
– “Αυτοί τί σας είναι;”
– “Πεθερός και κουνιάδος μου…”
– “Ξέρετε έναν Γιάννη Μαδωνή που ήταν με τον Άρη Βελουχιώτη3;”
– “ Όχι! Έναν 2ο ξάδελφο που έχω μ’ αυτό το όνομα ήταν 12 χρονώ στην Κατοχή…”
– “Τέλος πάντων, φαίνεται ότι δεν είστε αυτός που γυρεύουμε, αλλά στην Ε.Π.Ο.Ν. ήσασταν…” Συγκαλυμμένη η απειλή: μην ξεθαρρεύεις που κάναμε λάθος, στο χέρι σ’ έχουμε όποτε θέλουμε…
“Αν χρειαστεί θα σας καλέσουμε στην ‘Ασφάλεια’ για κατάθεση…”, είπε στο τέλος κι έφυγαν.
»Χέστηκε ο παππούς… Ένα τετράγωνο πιο πέρα έμενε μια μακρινή ξαδέλφη της νόνας σου (σ.σ. “γιαγιά” στα ιταλογενή κεφαλοννίτικα), που ο άνδρας της υπηρετούσε στην ‘Ασφάλεια’ αρχιφύλακας. Πάει, τον ευρίσκει, το και το… Αυτός τον καθησύχασε:
“Δεν θα γίνει τίποτα! Ο φάκελλός σου δεν υπάρχει πια – πώς να στο πω – έχει εξαφανιστεί, τον είχε πάρει ο θείος… Μην ανησυχείς!”
» Έλα όμως που τον έτρωγε η ανησυχία… Σκέφτηκε τον Στρατιωτικό Νόμο και την προειδοποίηση ‘περί παραδόσεως παρανόμως κατεχομένου οπλισμού ’ και θυμήθηκε κάτι όπλα του πεθερού του από τον πόλεμο τα οποία φυλάγαμε κλειδωμένα σ’ ένα πατάρι. Πεσκέσια – λάφυρα… Πήρε τηλέφωνο τον μπατζανάκη του, απόστρατο στρατηγό, να του βρει λύση. Αυτός ήξερε τον Διοικητή Συντάγματος Ευελπίδων.
»Την επόμενη μέρα το πρωί, ένα τζιπ με αξιωματικό ήρθε και παρέλαβε τον “θησαυρό” της παιδικής μου φαντασίας: δύο ιταλικές αραβίδες, ένα αυτόματο ιταλικό και ένα αυτόματο εγγλέζικό, με όλα τα παρελκόμενά τους.
» Μετά από 30 χρόνια με ρωτάει κάποιος στη δουλειά:
– “Κύριε Μαδωνή, έναν Γιάννη Μαδωνή τι τον έχετε;”
–“Πατέρας μου”, του λέω.
–“Δεν μπορεί, έμενε δίπλα μου στον Κορυδαλλό” (είπε, αν θυμάμαι καλά).
» Μίλαγε για τον άλλον, τον συνώνυμο. Του ’πα την ιστορία και γέλασε ο άνθρωπος.. Μου ’πε κι αυτός για τον άλλον: ζούσε με τη γυναίκα του, χωρίς παιδιά, στο διπλανό τους σπίτι και τους κρατάγανε τα παιδιά τους όταν χρειαζότανε. “Καλότατοι άνθρωποι, εξαιρετικοί… “.
»Αν καταγόταν απ’ τον Τσεσμέ, μπορεί και να ήταν 2ος ξάδελφος του παππού σου, διότι ο δικός του παππούς είχε, τουλάχιστον, άλλους τέσσερις αδελφούς. Αντίθετα, αν ήταν από τους Μαδωνήδες της Κω, τότε θα ’τανε πιο μακρινός, συνωνυμία πια…».
1 Ο Ε.Λ.Α.Σ. (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) ήταν το στρατιωτικό σκέλος του Ε.Α.Μ. (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-44), η οποία ελεγχόταν – αρχικά παρασκηνιακά και στη συνέχεια απροκάλυπτα – από το Κ.Κ.Ε..
2 Η Ε.Π.Ο.Ν. (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) ήταν οργάνωση νέων του Ε.Α.Μ..
3 “Έκτορας” (πραγματικό όνομα Γιάννης Μαδωνής): Πειραιώτης, γιγαντόσωμος, βαρύς άντρας, θα μείνει πιστός στον Βελουχιώτη ως το τέλος. Μετά το θάνατο του Άρη ξέφυγε από τον κλοιό στη Μεσούντα και μαζί με το “Θάνο” (Φώτης Μαστροκώστας) κατευθύνθηκαν με τα πόδια προς την Αθήνα, όμως πιάστηκαν στο Κηφισοχώρι Λοκρίδος. Καθώς δεν ήταν γνωστός στην περιοχή, δήλωσε το πρώτο όνομα που του ήρθε στο μυαλό: Γιάννακας. Όσο κι αν ερεύνησαν οι τοπικοί αστυνομικοί, δε βρέθηκε κατηγορία εναντίον κάποιου Γιάννακα. Παρ’ όλα αυτά, τον έστειλαν στη φυλακή, όπου κρατήθηκε υπό δύσκολες συνθήκες και με αυτό το όνομα έως το 1951, οπότε και αφέθηκε ελεύθερος, μιας και τίποτα δεν είχε βρεθεί για το ψευδές όνομα που είχε δώσει. Έκτοτε χάθηκε από γνωστούς και φίλους, κάπου στον Πειραιά. Επί χρόνια εθεωρείτο νεκρός, καθώς δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Δε διατήρησε καμία επαφή με παλιούς συναγωνιστές του. Εντελώς τυχαία το 1980 τον αναγνώρισε κάποιος στον Πειραιά. Ακόμα και τότε όμως δεν πέρασαν παρά αρκετά ακόμη χρόνια μέχρι να παραδεχθεί ότι ήταν ο θρυλικός Μαυροσκούφης “Έκτορας”, ένας από εκείνους που ήταν κοντά στον Βελουχιώτη στις τελευταίες στιγμές του. Οι κουβέντες του ήταν: “Με βασανίζουν ακόμα οι τύψεις. Έπρεπε να αυτοκτονήσω τότε με τον Άρη“. (Από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, “Άρης ο αρχηγός των ατάκτων“, Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα 2003, σελ.780).
*****
ΤΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
… ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ!