Τον Απρίλιο του 2020 ο Ντάνιελ Κραιγκ θα δώσει την τελευταία του ερμηνεία ως Τζέημς Μποντ, σε ένα ρόλο που υπηρέτησε για δεκαπέντε χρόνια με ανάμεικτα -καθ’ ομολογία του γράφοντος- αποτελέσματα. Το ταμείο της θητείας του αναγκαστικά θα κριθεί από την ποιότητα της τελευταίας του ταινίας, αλλά οι συζητήσεις για το μέλλον του ρόλου έχουν αρχίσει προ πολλού μεταξύ των φίλων της σειράς, των κριτικών και των δημοσιογράφων. Φυσικά, στο σημερινό κλίμα της ιδεολογικής πόλωσης και πολιτισμικής ασυναρτησίας, η φύση του χαρακτήρα του μυστικού πράκτορα έχει τεθεί υπό ανάλυση και αμφισβήτηση. Εμείς είμαστε εδώ για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και να πούμε τα σύκα, σύκα, και τη σκάφη, σκάφη.
Ο Τζέημς Μποντ εξ αρχής και συλλήψεως από τον συγγραφέα, κατάσκοπο-αξιωματικό, και κοσμοπολίτη Ίαν Φλέμινγκ υπήρξε η προσωποποίηση του μεταπολεμικού βρετανικού σωβινισμού. Στην πιο βαθιά και απλούστερη ουσία του, ο πράκτωρ 007 είναι ένα old school ανδρικό περιοδικό σε σινεματική μορφή: είναι έξυπνος, ελκυστικός, σκληρός, κορυφαίος στη δουλειά του, ταξιδεύει σε εξωτικούς τόπους, ξέρει να ντύνεται και να απολαμβάνει τη μεγάλη ζωή, θέτει πάντα τους δικούς του κανόνες, έχει τα καλύτερα gadgets, τα πιο σικάτα αυτοκίνητα, κατέχει licence to kill, σώζει τον κόσμο από μανιακούς στο όνομα της Βασίλισσας, και -το σημαντικότερο!- οι γυναίκες ρίχνονται πάνω του η μία μετά την άλλη. Προσέξτε, όμως! Δεν τις “κερδίζει”, δεν μπαίνει σε τέτοιον κόπο και “μόχθο”.
Ο Μποντ -και ειδικότερα η εκδοχή του Σων Κόννερυ- δεν “παίζει παιχνιδάκια”, δεν υπόκειται στο σεξουαλικό decorum που απαιτεί τον άνδρα να διεκδικήσει και να εντυπωσιάσει τη γυναίκα (βλ. αρσενικά και θηλυκά παγώνια). Ο αγαπημένος πράκτωρ επιλέγει και απλώς δέχεται τις ευχαριστήσεις (και ευχαριστίες) του γυναικείου φύλου. Η απόλυτη αρσενική φαντασίωση – σε κάθε εποχή και κοινωνία. Επίσης, ας μην λησμονούμε ότι στο κοινό υπάρχουν και πάμπολλες γυναίκες που αντίστοιχα φαντασιώνονται με το δυναμικό τζέντλεμαν, κατάσκοπο, bon viveur και all around… κούκλο στη μεγάλη οθόνη.
Η “wish fulfillment” πλευρά της κατασκοπικής σειράς δεν αναιρεί φυσικά το περιθώριο για θεματικό βάθος (βλ. οι περισσότεροι “κακοί” ανά τις δεκαετίες αποτελούν το εκάστοτε γεωστρατηγικό αντίπαλο δέος της Δύσης και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) αλλά και ενδοσκόπηση στον ίδιο το χαρακτήρα, δείχνοντας τα τραύματα του παρελθόντος του (Casino Royale, 2006), την ευαισθησία του και την πιθανότητα να δεθεί με την μοναδική γυναίκα που τον “ματσάρει” σε δυναμισμό (On Her Majesty’s Secret Service, 1969), αλλά και το δέσιμο που έχει με τους συνεργάτες του και την εκδικητική του οργή (Licence to Kill, 1989).
Παράλληλα, ο παλιομοδίτικος -και καλά- “σεξισμός” των ταινιών έχει γίνει παραδεκτός και έχει ανατραπεί από τους ίδιους τους παραγωγούς και συντελεστές: χαρακτηριστική η έξυπνα ισορροπημένη σκηνή στο GoldenEye (1995) όπου η M. της Τζούντυ Ντεντς υποδέχεται τον καινούργιο Μποντ του Πηρς Μπρόσναν ως “μισογυνιστικό, ψυχροπολεμικό δεινόσαυρο“.
Το franchise υπό την καθοδήγηση της ιταλικής οικογένειας Μπρόκκολι, χωρίς να εξοστρακίζει τα παραδοσιακά του χαρακτηριστικά, έχει μάθει να επιβιώνει με τους καιρούς, να ανανεώνεται μετά από στραβοπατήματα (και έχουν υπάρξει αρκετά) και να προσαρμόζεται στον ανταγωνισμό. Ίσως στο τελευταίο point να συμβιβάστηκε υπερβολικά με τον ανταγωνισμό τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας τον ψευδο-ψυχολογικό ρεαλισμό του Jason Bourne και αφαιρώντας μεγάλο ποσοστό από τη διασκέδαση και την γκλαμουριά του Βρετανού ντε φάκτο υπερήρωα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιες άνοστες περιπέτειες (Spectre και Quantum of Solace) κι ένα σοβαρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη του κοινού, ειδικά σε συνδυασμό με την παράλληλη άνοδο της ποιότητας από το Mission: Impossible του αειθαλούς παρανοϊκού Τομ Κρουζ.
Παρότι ο Ντάνιελ Κραιγκ έχει άλλη μια υποχρέωση να βγάλει στο συμβόλαιό του, πολύς κόσμος έχει αρχίσει να κοιτάει προς το μέλλον – αν υπάρχει τέτοιο στον ορίζοντα, καθώς μερικοί (στο ήδη τετριμμένο πνεύμα των καιρών) θεωρούν ότι ο 007 εκπροσωπεί κάτι ξεπερασμένο και δη “πατριαρχικό”… Στο πλαίσιο της προοδευτικής σταυροφορίας στη μαζική κουλτούρα, κριτικοί κινηματογράφου και δημοσιογράφοι περιφερειακοί του χώρου επιζητούν την αντικατάσταση του Μποντ με ηθοποιό διαφορετικής φυλής, εθνικότητας, σεξουαλικότητας, ακόμη και φύλου, ώστε ο ρόλος να “γιατρευτεί” από την “τοξική αρρενωπότητα” και το “αποικιοκρατικό/ιμπεριαλιστικό του υπόβαθρο“.
Η “ταυτοτική εκπροσώπηση“, δηλαδή το δόγμα που λέει ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες από εδώ και μπρος οφείλουν να έχουν “εκπροσώπους” από όλες τις κοινωνικές ταυτότητες (δεν ακούγονται τόσο μπολσεβικικά και μπανάλ όλα αυτά;), πέρα από το ότι πηγαίνει κόντρα στο ίδιο το υπεραιώνιο νόημα της Τέχνης (συναισθηματική επαφή και οντολογική κατανόηση του Ανθρώπου – και όχι κάποια ρηχή, ναρκισισστική αυτοϊκανοποίηση), αφαιρεί μεγάλο μέρος της κουλτούρας και της εποχής που διαμόρφωσε αυτούς τους προϋπάρχοντες χαρακτήρες-σύμβολα.
Όπως ο Luke Skywalker ξεπήδησε από τον Πόλεμο των Άστρων ως ένα σύμβολο αισιοδοξίας και ηρωικού καθήκοντος στα τέλη της επίπονης για την Αμερική δεκαετίας του ’70, έτσι και ο Μποντ εκπροσωπεί την stiff upper lip κοσμοαντίληψη της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στους ανταγωνιστικούς της πολιτισμούς (και υπήρξαν πολλοί και σπουδαίοι, βλ. Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, κ.ο.κ.). Αν κρίνω από την μεταμοντερνιστική “never meet your heroes” αποκαθήλωση του Skywalker στο τραγελαφικό φιάσκο του “Star Wars: The Last Jedi” (2017), δεν θέλω καν να φανταστώ τη μοίρα του Αντιπλοιάρχου Μποντ στα χέρια των αργυρώνητων “social engineers” του Hollywood…
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής: πρώτα απ’ όλα, έχει θέση ο σωβινισμός του ήρωα του Φλέμινγκ στις σύγχρονες κινηματογραφικές αίθουσες; Η απάντηση είναι ΝΑΙ: είναι ένας κλασσικός ήρωας που μπορεί να αλλάζει και να εξελίσσεται με τους καιρούς, η κατασκοπία είναι διαχρονικά μια συναρπαστική αφηγηματική βάση (γιατί το κοινό επιθυμεί να επισκέπτεται “κόσμους” στους οποίους δεν έχει πρόσβαση, όπως είχε κατανοήσει εγκαίρως ο μαέστρος Σερ Άλφρεντ Χίτσκοκ), και ο ανδρικός πληθυσμός έχει δικαίωμα σε μια κινηματογραφική “escapist fantasy“, όπως έχουν – από κτίσεως Ρώμης – οι γυναίκες με τις ρομαντικές κωμωδίες, οι ομοφυλόφιλοι με τη μερίδα του λέοντος στο τηλεοπτικό μενού, τα μικρά παιδιά με τους υπερήρωες, και πάει λέγοντας.
Στη συνέχεια, ανακύπτει το ζήτημα του ίδιου του casting: τα μόνα απαραίτητα χαρακτηριστικά είναι ο ηθοποιός να κατάγεται από τα Βρετανικά Νησιά (ο Ιρλανδός Μπρόσναν, πρωτίστως, αλλά και ο Αυστραλός Λάζενμπυ είναι οι πιο ακραίες αποδεκτές εξαιρέσεις) και να είναι σε ηλικία ωριμότητας, όχι κάποιο εικοσάχρονο παιδαρέλι που θα παριστάνει τον φτασμένο βετεράνο.
Αν η επιλογή είναι τελικά ο υπερπροβλημένος Ίντρις Έλμπα, ο οποίος τυχαίνει να είναι αφρικανικής καταγωγής (Σιέρρα Λεόνε & Γκάνα), το casting παύει να είναι ορθό: μπορεί ο σχεδόν πενηντάρης πια Έλμπα να είναι τυπικά Άγγλος, smooth και βαρύμαγκας, αλλά δεν ταιριάζει στα συμπεριφορικά και εμφανισιακά χαρακτηριστικά που έχουν καθοριστεί από τα γραπτά του Φλέμινγκ (το ίδιο μάλλον ισχύει και για τον -κατά τα άλλα- αγαπητό στη στήλη αλλά “too working class” Τομ Χάρντυ).
Επίσης, για να επιστρέψουμε στον πρωταγωνιστή της πετυχημένης αστυνομικής σειράς Luther, μια “ανορθόδοξη” τέτοια επιλογή απομακρύνει τον χαρακτήρα από την ιστορική περίοδο όπου ήταν περισσότερο σημαντικός, την πολιτισμικά και κοινωνικά ομοιογενή και δυναμική Μεγάλη Βρετανία, πολύ πριν τον τραγέλαφο του Brexit, την ρωσοαραβική οικονομική εισβολή, την φιλελεύθερη “ανεκτικότητα” του Τόνυ Μπλαιρ και τις αυξανόμενες εθνοφυλετικές έριδες στα αστικά κέντρα.
Από μια διαφορετική επιλογή μέχρι την ολική αποδόμηση και ανασύνθεση του Bond σε κάποια φιγούρα που θα καταπολεμά την “πατριαρχία”, τον “δυτικό επεκτατισμό” και τα “σεξουαλικά στερεότυπα”, η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται… Εκεί, βέβαια, θα μιλάμε πλέον για καλλιτεχνική παραχάραξη στο όνομα της νεόκοπης κοινωνιολογικής θρησκείας του “intersectionality”.
Η κατασκοπική σειρά, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αποτελεί εθνικό προϊόν της Αγγλίας και της “κακιάς” Δύσης και οφείλει να παραμείνει έτσι, ειδικά σε καιρούς -έστω και ανερμάτιστης- αμφισβήτησης και αναστοχασμού πάνω στην παγκοσμιοποίηση. Όπως η Εθνική ποδοσφαίρου της χώρας (έστω και στην λούζερ, εμπορευματοποιημένη και “πολυσυλλεκτική” της τρέχουσα μορφή), έτσι και η ακεραιότητα του Τζέημς είναι υπόθεση πατριωτικής υπερηφάνειας.
Το τελευταίο ερώτημα που ανακύπτει σχετίζεται με την ξεκάθαρη ανακολουθία ρητορικής και “πολιτικής δράσης” όλων αυτών των ακτιβιστών και υπερμάχων της “κοινωνικής δικαιοσύνης” (τα ορφανά του Τρότσκυ ξαναχτυπούν!) στη βιομηχανία του θεάματος.
Και εξηγούμαι: πού ήταν όλοι αυτοί όταν τον Ιούλιο του 2017 έβγαινε στις αίθουσες το Atomic Blonde, μια κατασκοπική ταινία με γυναίκα πρωταγωνίστρια (την απόλυτα αναγνωρίσιμη Σαρλίζ Θερόν), με φόντο το Βερολίνο του 1989 λίγο πριν την πτώση του Τείχους, υπόθεση “πιότερο Bond-ian” από τις ταινίες του Κραιγκ, σκηνές δράσης από τη χορογραφική ομάδα πίσω από το (υπερτιμημένο πλην τεχνικά άρτιο) John Wick και κεντρική ηρωίδα ικανή, “ανεξάρτητη” και bisexual (όπως τους αρέσει υποτίθεται);
Το box office της ταινίας δείχνει πως μάλλον οι “προστάτες των γυναικών και των μειονοτικών ομάδων” δεν ήθελαν ειλικρινά να στηρίξουν την τίμια προσπάθεια, ίσως γιατί δεν είχε την κατάλληλη διαφημιστική προώθηση από μια ναυαρχίδα όπως η Disney, ούτε και έθετε άμεσα επικοινωνιακό πλήγμα σε αυτό που φαντάζονται ως την “τρομακτική” αντίπαλη παράταξη στα… συνδικαλιστικής φύσεως συμφέροντά τους.
Σε αντίστοιχη δυσμενή οικονομική μοίρα, εξάλλου, βρέθηκε και το αξιολογότερο The Man from UNCLE (2015) του Γκάυ Ρίτσι, μια εντελώς vintage και σικάτη κατασκοπική περιπέτεια με πολυεθνικό καστ που πληροί -στη θεωρία- τις προδιαγραφές των φανατικών της διαφορετικότητας (για να μην αναφερθώ στην πληθώρα περιπετειών και ταινιών δράσης από την Κίνα ή το ινδικό Bollywood).
Σε κάθε περίπτωση, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι παθολογικά εμμονικοί με την Ισότητα™️ δεν ενδιαφέρονται να στηρίξουν τη δουλειά και τους κόπους ταλαντούχων γυναικών-δημιουργών και προφανέστατα αγνοούν (και θέλουν να αλλοιώσουν) την τεράστια και ποικίλη ιστορία και κληρονομιά του “ωραίου φύλου” στον κινηματογράφο (βλ. πρωτοπόρους σε δύσκολες εποχές, όπως η Άιντα Λουπίνο και η Χέντυ Λαμάρρ).
Το μόνο που θέλουν είναι να προωθήσουν το ψευδεπίγραφο και διχαστικό αφήγημα ότι οι γυναίκες είναι παντού και πάντοτε θύματα και να υφαρπάξουν αναγνωρίσιμες “πλατφόρμες” ώστε να τις χρησιμοποιήσουν ως οχήματα δηλητηριώδους ιδεολογικής προπαγάνδας (πόσο άραγε υποτιμούν τη γυναικεία χάρη και εφευρετικότητα με το να τους πουλάνε μόνο προϊόντα που είναι ήδη δοκιμασμένα σε ανδρικά χέρια). Κι έτσι καταλήγουμε σε μια μαζική κουλτούρα στειρωμένη, αισθητικά αποκρουστική και ολότελα βαρετή, που κυριαρχείται από το ακατάσχετο φαρισαϊκό κήρυγμα ατόμων και εταιρειών παντελώς αποκομμένων από την πραγματικότητα.
Θα κλείσω με την ευχή και την φρούδα προσδοκία ότι, έστω και με ένα μαγικό ή κατά λάθος τρόπο, σε δυο-τρία χρόνια από τώρα θα έχουμε τον καινούργιο μας “τσίφτη, μάγκα και καραμπουζουκλή” (Χένρυ Κάβιλλ, εσύ;) Τζεήμς Μποντ, γνήσιο τέκνο της Αλβιώνας, να πίνει vodka Martini – shaken, not stirred – και να σώζει τον κόσμο από παρανοϊκούς δικτάτορες και επιστήμονες, χωρίς πολλά-πολλά φροϋντιανά σύνδρομα και μίζερο νεορεαλισμό.
Live and Let Live Die,
CoolHandMax